Άκρα ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την κοπέλα που έχει αναρτηθεί στο πρώτο μνμα του νήματος.
Όταν γεννήθηκε, στις αρχές του περασμένου αιώνα, σε ένα χωριό της Κομοτηνής, την ονόμασαν Φεϊμέ κι αργότερα, όταν την έκλεισαν σε οίκο ανοχής της Θεσσαλονίκης, την είπαν Ευφημία. Τίποτα δεν έχει απομείνει πια από αυτήν. Μόνο η φωτογραφία της σε ένα ροζ βιβλιαράκι -σε μια άδεια ιερόδουλου του 1936- που σε κοιτάει κατάματα σα να λέει: «από την κόλασή μου σού φωνάζω, εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω».
Η φωτογραφία αυτή βρέθηκε τυχαία σε μία ομάδα ιστοσελίδας κοινωνικής δικτύωσης με θέμα τις παλιές φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάποιος θα αναγνώριζε αυτή την όμορφη γυναίκα που περισσότερο θύμιζε κόρη καλής οικογενείας ή ακόμη και δασκάλα, παρά πόρνη. Κι από αυτή τη φωτογραφία άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι μιας συγκινητικής ιστορίας που ξεκινά από ένα χωριό της Θράκης και μας οδηγεί στο «αμαρτωλά σπίτια» της παλιάς Θεσσαλονίκης.
Η άδεια ιερόδουλου είχε πέσει στα χέρια κάποιου παλαιοπώλη στο Μπιτ Παζάρ, στην οδό Τοσίτσα, όπου και ήταν το σπίτι της. Εκεί τη βρήκε πριν από περίπου 10 χρόνια ένας συλλέκτης που ζει στους Νέους Επιβάτες. Η φωτογραφία δημοσιεύτηκε πριν από μερικά χρόνια στο περιοδικό «Ένεκεν» κι από εκεί την πήρε κάποιος και την ανάρτησε στο διαδίκτυο.
Ο εγκλεισμός στο «σπίτι της αμαρτίας»
Η Φεϊμέ γεννήθηκε γύρω στο 1905 σε ένα χωριό της Κομοτηνής, που τότε λεγόταν Γκιουμουλτζίνα. Λίγα χρόνια αργότερα γεννήθηκε και η αδελφή της, η Ναζμιέ. Τα δυο κορίτσια ορφάνεψαν σε πολύ μικρή ηλικία και αναζήτησαν καταφύγιο στο σπίτι του θείου τους, στο γειτονικό χωριό. Ο «στοργικός θείος» σύντομα άρχισε να «πουλάει» τη Φεϊμέ σε άντρες, αναφέρουν κάποιοι ηλικιωμένοι συγχωριανοί τους, οι οποίοι θυμούνται την ιστορία των δυο κοριτσιών. Σύντομα τους «βγήκε το όνομα» στο συντηρητικό περιβάλλον του χωριού και τα δυο κορίτσια πήγαν στην Κομοτηνή, πέταξαν τον φερετζέ και φόρεσαν ευρωπαϊκά ρούχα. Δεν άργησε να τις συλλάβει το Ηθών και να τις χαρακτηρίσει ιερόδουλες. Κάπως έτσι οι δύο αδελφές βρέθηκαν κλεισμένες σε οίκο ανοχής της Θεσσαλονίκης. Τώρα πια δεν τις έλεγαν Φεϊμέ και Ναζμιέ, αλλά Ευφημία και Ερασμία.
Εκείνη την εποχή, ο χαρακτηρισμός μια γυναίκας ως άσεμνης (κοινής ή ελευθέριας) γινόταν αυτεπάγγελτα από την «Επιτροπή προς καταπολέμησιν των αφροδισίων νόσων» αποτελούμενη από το νομάρχη, τον αστυνομικό διευθυντή και το νομίατρο. Στις αρμοδιότητες της Επιτροπής, εκτός από τον χαρακτηρισμό μιας γυναίκας ως άσεμνης, ήταν και ο αποχαρακτηρισμός. Τόσο ο χαρακτηρισμός όσο και ο αποχαρακτηρισμός ήταν στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής και κανείς δε ρωτούσε την άμεσα ενδιαφερόμενη αν επιθυμεί ή όχι τον χαρακτηρισμό. Η απόφαση του χαρακτηρισμού κοινοποιείτο στη χαρακτηρισθείσα, με δικαστικό κλητήρα, μέσα σε κλειστό φάκελο. Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 3032/1922, «επιτρέπεται» η χαρακτηρισθείσα ως άσεμνη να προσφύγει εντός τριημέρου στο Πλημμελειοδικείο της έδρας του νομού ή, εφόσον βρισκόταν στο νομό Αττικής και Βοιωτίας, στο Εφετείο Αθηνών. Η προσφυγή εκδικαζόταν κεκλεισμένων των θυρών μέσα σε οκτώ ημέρες από την κοινοποίησή της.
Με Βασιλικό Διάταγμα της 30ης Απριλίου 1923, οι «άσεμνες» χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, σε «κοινές», οι οποίες μένουν μόνιμα και εργάζονται σε οίκους ανοχής και σε «ελευθέριες», οι οποίες ασκούν το επάγγελμα «επικουρικά» είτε στο σπίτι τους είτε σε οίκο ανοχής.
Ο μεταγενέστερος νόμος 3310/1955 δίνει στη χαρακτηρισθείσα ως άσεμνη το δικαίωμα να ζητήσει η ίδια από την Υγειονομική Επιτροπή αποχαρακτηρισμό, με την προϋπόθεση να αποδείξει ότι έχει πια σταματήσει να ασκεί το επάγγελμα και ότι δεν πάσχει από αφροδίσιο νόσημα.
Από το βιβλιάριο ιερόδουλου της Φεϊμέ προκύπτει ότι χαρακτηρίστηκε ως κοινή και πήρε άδεια από το Ηθών το 1936, η οποία ανανεωνόταν κάθε χρόνο μέχρι το 1943. Ο οίκος ανοχής στον οποίο εργαζόταν ήταν στην οδό Φωκαίας 3 δίπλα στο Αντιαφροδισιακό Ιατρείο Λιμένος, που εκείνη την εποχή λειτουργούσε στην οδό Αβέρωφ, όπου κι όφειλε να πηγαίνει δύο φορές την εβδομάδα για να εξεταστεί από αφροδισιολόγο.
Όμως, το πιο συγκλονιστικό στοιχείο, που προκύπτει από τις υποχρεώσεις των «κοινών γυναικών» οι οποίες αναγράφονται σε αυτό το βιβλιάριο, είναι ότι οι γυναίκες αυτές ήταν έγκλειστές -στην ουσία «φυλακισμένες»- στον οίκο ανοχής, από όπου δεν μπορούσαν βγουν χωρίς άδεια, ούτε και να πάνε όπου επιθυμούσαν.Τα σπίτια του αγοραίου έρωτα στη παλιά Θεσσαλονίκη
Τα σπίτια του αγοραίου έρωτα στην παλιά Θεσσαλονίκη, από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ακόμη, βρίσκονταν κυρίως στην περιοχή της Μπάρας (η οδός Αφροδίτης μεταξύ των οδών Προμηθέως και Ταντάλου κοντά στο Βαρδάρη), στα Λαδάδικα αλλά και στην οδό Αγγελάκη.
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Μάριου Μαρίνου Χαραλάμπους, με τίτλο «Η μυστική ιστορία της Θεσσαλονίκης», τα πορνεία της Μπάρας ήταν φτηνά, του 25ρικου ενώ της οδού Ειρήνης ήταν καλύτερα και ακριβότερα, του 50ρικου. Αυτά βρίσκονταν κοντά στις εισόδους των ξένων ταξιδιωτών στη πόλη, κοντά στη Χρυσή Πύλη και τη Ληταία.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος, στο βιβλίο του με τίτλο «Το μπουρδέλο», αναφέρει ότι ως το 1952 στην οδό Ειρήνης λειτουργούσαν δύο μεγάλα διώροφα πορνεία που τα χώριζε ένα στενό δρομάκι. Εκεί, τα κορίτσια είχαν νοικιασμένα δωμάτια και παράλληλα υπήρχε διευθύντρια.
Στο λιμάνι ήταν η δεύτερη περιοχή της πόλης με τους περισσότερους οίκους ανοχής, οι οποίοι βρίσκονταν μεταξύ των οδών Κατούνη, Ορβήλου, Αιγύπτου και κυρίως Κουντουριώτη, Φωκαίας, Αβέρωφ και σε παλιά οικήματα των Λαδάδικων.
Μία τρίτη περιοχή με οίκους ανοχής βρισκόταν, από την Τουρκοκρατία ακόμη, στην οδό Αγγελάκη και στη Δεσπεραί και τα σπίτια αυτά υπήρχαν και μεταπολεμικά.
Από έναν επαγγελματικό κατάλογο του 1930-'35 φαίνεται ότι υπήρχαν γυναίκες, οι οποίες ενοικίαζαν δωμάτια τα οποία ήταν κρυφά ή φανερά πορνεία και χαρακτηρίζονταν ως «πανσιόν».
Τι απέγινε η Φεϊμέ;
«Ήταν γύρω στα μέσα της δεκαετίας του '50 όταν γνωρίσαμε τη Φεϊμέ. Μέναμε στη Θεσσαλονίκη, στο Φόρο, μαζί με την αδελφή μου και τον άντρα της. Η μάνα μου, που φορούσε φερετζέ, καθόταν μία μέρα μπροστά στο σπίτι. Μία μεσήλικη κυρία με αρχοντική εμφάνιση που περνούσε εκείνη τη στιγμή από το δρόμο είδε τη μάνα μου και της μίλησε τουρκικά. Ήταν η Φεϊμέ. Έτσι έγινε η γνωριμία και δημιουργήθηκε μια οικογενειακή φιλία. Η οικογένειά μου ήξερε τι δουλειά έκανε η Φεϊμέ , όμως εγώ ήμουν παιδί τότε και δεν μου είχαν πει τίποτα. Αργότερα, όταν μεγάλωσα, έμαθα. Οι δυο αδελφές είχαν υποφέρει πολύ στη ζωή τους. Έλεγαν ότι στην Κατοχή δούλευαν σε ένα 'σπίτι' στο λιμάνι και ότι λόχος ολόκληρος 'περνούσε' από πάνω τους. Πάντως, όταν τις γνωρίσαμε, θα πρέπει να είχαν σταματήσει αυτή τη δουλειά και να έτρωγαν από τα έτοιμα. Όταν πηγαίναμε επίσκεψη σπίτι τους, στην οδό Τοσίτσα, για να ζεσταθούμε γιατί το δικό μας σπίτι ήταν κρύο, μου έδιναν ένα δεκάρικο για χαρτζιλίκι, αλλά όταν γυρίζαμε σπίτι μού το έπαιρνε η μάνα μου για να αγοράσει τρόφιμα να μας ταΐσει» λέει η 70χρονη, συνταξιούχος έμπορος, Μ.Κ., η οποία ζει σήμερα στην Κομοτηνή.
«Η αδελφή της Φεϊμέ, η Ναζμιέ, ήταν πολύ όμορφη. Στο σπίτι τους, που μύριζε τριαντάφυλλο, βερνικωμένο ξύλο και καπνό από τσιγάρα 'Άρωμα', είχαν μία φωτογραφία της Ναζμιέ από διαγωνισμό ομορφιάς. Στη πολυκατοικία που έμεναν δεν έδωσαν ποτέ σε κανέναν δικαίωμα να τις σχολιάσει. Όμως ζούσαν με το φόβο μήπως ο αστυνομικός γείτονας μάθει για το παρελθόν τους. Δεν ήθελαν να ξαναζήσουν αυτά που πέρασαν και ντρέπονταν για την κατάσταση τους. Όταν πήγαιναν στο χωριό τους, φορούσαν φερετζέ. Στο σπίτι τους μερικές φορές φορούσαν σαλβάρια, αλλά όταν έβγαιναν έξω ήταν πολύ κομψές, με τις γούνες πάντα» θυμάται η Μ.Κ.
Στη δεκαετία του '70 οι δύο αδελφές ήταν πια πολύ φτωχές. Είχαν ξεπουλήσει όλα τους τα κοσμήματα και η Ναζμιέ πήγαινε και καθάριζε σπίτια για να ζήσουν κι αργότερα, όταν δεν μπορούσε πια να κάνει την καθαρίστρια, πήγαινε στα σπίτια κι έκανε ενέσεις. Πέθαναν κι οι δύο από καρκίνο,γύρω στα τέλη της δεκαετίας του '70 η Φεϊμέ, και στις αρχές της δεκαετίας του '80 η Ναζμιέ.
«Λίγο πριν πεθάνει, η Ναζμιέ τηλεφώνησε στην αδελφή μου και ζήτησε να πάει να τη δει, γιατί ήταν ολομόναχη και δεν είχε κανέναν δικό της. Η αδελφή μου δεν πήγε, φοβήθηκε 'μην κολλήσει καρκίνο' κι έτσι πέθανε ολομόναχη. Μετά δεν ξέρω τι έγινε. Το σπίτι τους στην Τοσίτσα μάλλον το κληρονόμησε κάποιος συγγενής τους από το χωριό που μετά θα το πούλησε. Φαίνεται, τότε, πέταξαν τα πράγματά τους κι έτσι θα βρέθηκε η άδεια ιερόδουλου στα παλιατζίδικα» προσθέτει η Μ.Κ.
Οι σύγχρονοι οίκοι ανοχής στη Θεσσαλονίκη
Στις μέρες μας, τα κορίτσια των οίκων ανοχής, μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα και τα σπίτια με τα «κόκκινα φανάρια» δεν θυμίζουν εκείνα του παρελθόντος. Οι σύγχρονοι οίκοι ανοχής διαθέτουν μέχρι και σελίδες στο διαδίκτυο, όπου οι πελάτες περιγράφουν τις εμπειρίες τους και αξιολογούν τα κορίτσια και το σπίτι. Σήμερα, οι οίκοι ανοχής στην Θεσσαλονίκη εξακολουθούν να λειτουργούν περίπου στις ίδιες περιοχές που λειτουργούσαν και κατά το παρελθόν- κυρίως γύρω από το Βαρδάρη (Αναγεννήσεως, Σαπφούς, Ταντάλου, Γεωργίου Ανδρέου).
Από το 1981, με το νόμο 1193, καταργείται ο χαρακτηρισμός «άσεμνη» και αντικαθίσταται με τον χαρακτηρισμό «εκδιδόμενη επ' αμοιβή». Ο νόμος αυτός ορίζει ότι η γυναίκα που προτίθεται να εκδίδεται θα πρέπει να έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας και να ζητήσει από την αρμόδια αστυνομική αρχή να χαρακτηριστεί «ως εκδιδόμενη επ' αμοιβή» προκειμένου να είναι νόμιμη.
«Ο νόμος 1193 είχε ασάφειες ως προς τις προϋποθέσεις του χαρακτηρισμού αλλά και του αποχαρακτηρισμού. Ο αποχαρακτηρισμός ήταν δύσκολος γιατί δεν υπήρχαν σαφείς προϋποθέσεις. Γινόταν κατόπιν αιτήματος αλλά ήταν στη διακριτική ευχέρεια του αστυνομικού διευθυντή να γίνει ή να μη γίνει αποχαρακτηρισμός. Το 1999, με το νόμο 2734 καταργείται ο χαρακτηρισμός και αντικαθίσταται από το πιστοποιητικό άσκησης επαγγέλματος επ' αμοιβή εκδιδομένων προσώπων, το οποίο είναι τριετούς διάρκειας. Οι προϋποθέσεις για την έκδοση του πιστοποιητικού αυτού είναι να έχει συμπληρώσει το άτομο το 18ο έτος της ηλικίας, να είναι άγαμο, σε χηρεία ή διαζευγμένο, να μην πάσχει από σεξουαλικώς μεταδιδόμενη νόσο, να μην πάσχει από ψυχική νόσο, να μην κάνει χρήση ναρκωτικών και να μην έχει καταδικαστεί για ανθρωποκτονία, αποπλάνηση παιδιών, μαστροπεία, σωματεμπορία, ληστεία, εκβίαση και χρήση όπλων. Επίσης, δεν τίθεται πλέον θέμα αποχαρακτηρισμού γιατί η άδεια έχει ημερομηνία λήξης» εξηγεί στο ΑΜΠΕ ο δικηγόρος Παναγιώτης Ζιάκας, ο οποίος έχει αναλάβει υποθέσεις αρκετών εκδιδόμενων προσώπων.
Σύμφωνα με τον ίδιο, σήμερα στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν περί τις 300 νόμιμα εκδιδόμενες γυναίκες ενώ ο δήμος μπορεί να χορηγήσει έως 50 άδειες για οίκους ανοχής, στους οποίους μπορούν να εκδίδονται έως τρία άτομα, δηλαδή το άτομο στο οποίο ανήκει ο οίκος ανοχής και άλλα δύο άτομα.
«Παρά το γεγονός ότι προβλέπεται η λειτουργία 50 οίκων ανοχής , οι άδειες που έχουν δοθεί από το δήμο Θεσσαλονίκης είναι πολύ λιγότερες λόγω των αυστηρών προϋποθέσεων για την αδειοδότηση. Ο δήμος έχει λάβει απόφαση για την μετεγκατάσταση των οίκων ανοχής σε βιομηχανική περιοχή και η προθεσμία μετεγκατάστασης λήγει στις 24 Οκτωβρίου» συμπληρώνει ο κ Ζιάκας.
Σήμερα, η αστυνομία απλώς ελέγχει τη νομιμότητα της λειτουργίας των οίκων ανοχής, αναφέρει στο ΑΜΠΕ ο προϊστάμενος της Υποδιεύθυνσης Οργανωμένου Εγκλήματος της Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης Αθανάσιος Χαλκιάς.
«Οι γυναίκες που εργάζονται σε οίκους ανοχής πρέπει να έχουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, υπόκεινται σε υγειονομικό έλεγχο και εργάζονται είτε με μεροκάματο είτε με ποσοστά. Σύμφωνα με το νόμο, δεν επιτρέπεται να εργάζονται περισσότερες από μία ανά βάρδια στον οίκο ανοχής, δηλαδή απαγορεύεται ο ομαδικός εταιρισμός. Τα τελευταία δύο χρόνια η πορνεία, βάσει νόμου, αποτελεί πταίσμα ενώ η μαστροπεία και η διευκόλυνση πορνείας αποτελεί πλημμέλημα. Δηλαδή όταν οι αστυνομικοί διαπιστώσουν ότι ένα άτομο εκπορνεύεται δεν το συλλαμβάνουν αλλά συντάσσουν βεβαίωση παράβασης και το άτομο αυτό παραπέμπεται στο πταισματοδικείο» εξηγεί ο κ. Χαλκιάς.
πηγή: