ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΟΚΟΛΟΣ
Μέγας
- Εγγρ.
- 26 Μαρ 2012
- Μηνύματα
- 11.868
- Like
- 14.811
- Πόντοι
- 3.656
Το Σάββατο στο Λιντλ ήταν μπροστά μου στην ουρά για το ταμείο 4-5 πουτανάκια, όχι πάνω από 16-17 ετών. Είχαν πάρει τρεις Belvedere, καμιά δεκαριά breezers, καπνιστό σολωμό και μαύρο χαβιάρι ερζάτς. Χτυπάει η ταμίας τα ψαρικά και όταν έρχεται η σειρά για το αλκοόλ ζητά ταυτότητα. Το επικεφαλής νυμφίδιο, ένας ξανθός δαίμονας 48 κιλών με πήρσινγκ στη ρώγα που θα κόλαζε και τον Όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη, της απαντά με αναίδεια ότι έχει ταυτότητα αλλά την ξέχασε σπίτι. ''Αν θες να ξεχάσεις και εσύ πώς σε λένε, παράτα το ταμείο και ακολούθησε μας''. Η ταμίας γούρλωσε τα μάτια της από το σοκ αλλά γρήγορα συνήλθε. Πράσινη από τη ζήλεια της για το μωρό που την ειρωνευόταν, μουλάρωσε και είπε ότι δεν δίνει τις βότκες γιατί απαγορεύεται.
Τότε πετάχτηκα εγώ από το βάθος της ουράς, από μηχανής θεός για να βοηθήσω την κατάσταση. Φόραγα το παλιό μαύρο τζιν μου, πετροπλυμένο και τσίτα στα τετρακέφαλα, και ένα αμάνικο μαύρο μπλουζάκι από το οποίο ξεπρόβαλλαν δυο γραμμωμένα χέρια με φλέβες σαν καλώδια. Στο κεφάλι τα καθρεφτέ Rayban αναπαύονταν στο μοϊκάνικο τσουλούφι μου. Η φωνή μου μπάσα, διαπέρασε την ατμόσφαιρα: ''θα τα πάρω στο όνομα μου''. Οι μικρές άφησαν ένα επιφώνημα θαυμασμού και υπόκωφης λαγνείας. ''Σας ευχαριστούμε κύριε''. Η αρχηγός μου έκλεισε το μάτι και μου χάρισε ένα χαμόγελο που θα έκανε τον Πάπα Φραγκίσκο να τα παρατήσει όλα και να γίνει σερβιτόρος στο Σκαντινέιβιαν της Μυκόνου.
''Είδατε τι αυστηροί που είναι οι Γερμανοί κύριε; Μας ζηλεύουν που έχουμε την ωραιότερη χώρα στον κόσμο, τον ήλιο, τη θάλασσα και το τσίπουρο Τσιλιλή''. Έσπευσα νευρικός να συμφωνήσω, ενώ από την έξαψη η καρδιά μου χτυπούσε σαν βαθύφωνη γκρανκάσα μέσα στο κλουβί του άτριχου στέρνου μου. ''Αν δεν ήσασταν εσείς να μας βοηθήσετε θα πηγαίναμε σε κάποιο ελληνικό σουπερμάρκετ. Όμως ο πατέρας μου που είναι φιλελές μας έχει απαγορεύσει να ψωνίζουμε από εθνολαϊκιστές γύφτους που δεν κόβουν απόδειξη και υπονομεύουν την πατρίδα μας την Ευρώπη''.
Ξεροκατάπια ενθυμούμενος την εποχή που ήμουν και εγώ φιλελές και έλεγα τέτοιες πεφωτισμένες μπούρδες. Όμως τα σήματα που έστελναν στον εγκέφαλο μου τα νευρώδη δάχτυλα της μικρής με το άψογο πεντικιούρ με επανέφεραν στο παρόν. ''Τι θα τα κάνετε τόσα πράγματα που πήρατε;''. ''Θα κάνουμε πάρτι να γιορτάσουμε που η Μίνα έχασε την παρθενιά της. Θα πιούμε κόκες, θα καπνίσουμε λαθραία τσιγάρα, θα δούμε πειρατικές ταινίες και θα βρίσουμε το κράτος. Θέλετε να μας κάνετε παρέα;''
''Δεν ντρέπεστε, 16 χρονών μόμολα, ακόμα δεν βγήκατε από το αυγό σας, να αμφισβητείτε τους νόμους και τα έθιμα; Γονείς δεν έχετε να σας μάθουν; Οι δάσκαλοι σας τι έκαναν; Για αυτό πάει κατά διαόλου η πατρίδα μας, γιατί μάθατε από μικρά στην ασυδοσία και τον λιμπερταριανισμό! Οι γερμανοί είναι φίλοι μας, βάζουν φόρους για το καλό μας, για να μάθουμε να πειθαρχούμε, να σκεφτόμαστε συλλογικά, με συναίσθηση κοινωνικής ευθύνης! Ποιός σας έμαθε ότι η επιθυμία είναι σωστό να υπερισχύει των κανόνων; Ντροπή σας σαχλοκούδουνα! Γρήγορα στο σπίτι σας!''
Αυτό το φιλελέ λογύδριο τριγύρναγε στο μυαλό μου, σφηνωμένο εκεί από χρόνια μενουμεβρόπικης πλύσης εγκεφάλου στα σόσιαλ μήντια. Αλλά με μια γρήγορη κίνηση έδιωξα τον εφιάλτη. Ψαχούλεψα στην τσέπη και βρήκα το κουτάκι με τα κόκκινα χάπια κατά της φιλελεφτερίλας, που μου είχε προμηθεύσει ο Γέργκε Μαλαμούλης πριν διακτινιστεί για το Σαντιάγο, εκείνο το ζεστό Σεπτέμβριο του '73. Κατάπια δύο γρήγορα. Οι μικρές είχαν ξεμακρύνει, αλλά θα τις προλάβαινα - τι διάολο αθλητής ήμουν κάποτε. Η νύχτα προβλεπόταν μακριά.
Μεγάλε μια και μόνο λέξη θα πω. RESPECT!!!!!!!!!!!!