0punisher0
Νέο Μέλος
- Εγγρ.
- 16 Νοε 2009
- Μηνύματα
- 3
- Like
- 0
- Πόντοι
- 0
καταρχάς η τσόντα δεν είναι ταινία είναι ντοκιμαντέρ, από εκεί μαθαίνεις κάποια πράγματα
Λήμματα:
κώλος
Ετυμολογία: μσν. κώλος < αρχ. επίθ. κώλον (ενν. /έντερον)
Ερμηνεία: (ο) ουσ. ο πρωκτός, οι γλουτοί, τα πισινά, το μέρος των ρούχων που αντιστοιχεί στα πισινά, ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κτλ., πάτος, φρ. είναι κώλος και βρακί, είναι πολύ στενά συνδεδεμένος
βυζί
Ετυμολογία: μτγν. βυζίον < βυζάνω (υποχωρητ.)
Ερμηνεία: (το) ουσ. ο μαστός του ανθρώπου και των θηλαστικών ζώων: και λάμπει σαν της μάνας το βυζί στου κόρφου το σκοτάδι (Ν. Καζαντζάκης), ο θηλασμός ή και το μητρικό γάλα (εκτός και αν έχει διοξίνη!), (κατ' επέκτ.) καθετί που μοιάζει με μαστό και ιδ. προς τη θηλή του, (μτφ.) πηγή ωφελημάτων
μουνί
Ετυμολογία: κατά Meyer, μσν. μουνίν, υποκορ. του βενετικού mona· κατά Γ. Χατζιδάκι, από το ευνίον < ευνή· κατά Μ. Φιλήντα, από το μνίον, υποκορ. του αρχ. μνούς (= χνούδι)
Ερμηνεία: (το) ουσ. το γυναικείο αιδοίο
γκόμενα
Ετυμολογία: πιθ. από το αγγλικό woman· κατά Ανδριώτη από το ιταλικό gomena (μτφ. η θηλιά που βάζει ο εραστής στο λαιμό του)· κατά Δαγκίτση το θηλ. από το αρσ. γκόμενος < ιταλικού gommeno και gommoso < γαλλικού gommeux (= ο πασαλειμμένος με μπριγιαντίνες και αρώματα)· κατ' άλλους από το ισπανικό gomina (= ζελέ για τα μαλλιά)
Ερμηνεία: (η) ουσ. η ερωμένη, γυναίκα ιδιαίτερα ελκυστική
πουτάνα
Ετυμολογία: όψιμο μσν. πουτάνα < ιταλικού puttana < putta (= κορίτσι)
Ερμηνεία: (η) ουσ. πόρνη
ιερόδουλη
Ετυμολογία: μτγν. ιερόδουλος < ιερός και δούλος
Ερμηνεία: (η) ουσ. (Κ ιερόδουλος) στην αρχαιότητα, γυναίκες που υπηρετούσαν στο ναό της Αφροδίτης και εκδίδονταν αντί αμοιβής: η χάρη της είχε ορίσει μ' έναν χρησμό πως οι κόρες που θα ήθελαν να την υπηρετούν, οι ιερόδουλές της, θα ζούσαν κοντά της, γύρω απ' το ναό (Άγγ. Βλάχος), πόρνη («ιέρεια της Αφροδίτης»)
σεξ
Ετυμολογία: γαλλικού sexe < λατινικού sexus (= γένος)
Ερμηνεία: (το) άκλ. ουσ. η γενετήσια ορμή, η γενετήσια πράξη
τσόντα
Ετυμολογία: βενετικού zonta
Ερμηνεία: (η) ουσ. πρόσθετο κομμάτι υφάσματος σε φόρεμα για μάκρεμα ή φάρδεμα, προσθήκη σε οποιοδήποτε κατασκεύασμα, εμβόλιμες σκηνές πορνό κατά την προβολή ταινίας με άλλο θέμα, (γεν.) πορνό ταινία
οργασμός
Ετυμολογία: μτγν. οργασμός < οργάω-ώ
Ερμηνεία: (ο) ουσ. η κορύφωση της γενετήσιας διέγερσης ανθρώπου ή ζώου, (μτφ.) έντονη δραστηριότητα: οικοδομικός οργασμός
καύλα
Ετυμολογία: καυλώνω, αρχ. καυλός
Ερμηνεία: (η) ουσ. οργασμός για συνουσία, (ο) ουσ. το πάνω από την επιφάνεια του εδάφους τμήμα του φυτού, στέλεχος, κορμός, (ειδικότερα) ο πρωταρχικός τρυφερός βλαστός
πήδημα
Ετυμολογία: αρχ. πήδημα < πηδώ
Ερμηνεία: (το) ουσ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πηδώ, άλμα, φρ. ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα, για κάποιον που καλείται εμπράκτως να αποδείξει όσα καυχάται ότι έπραξε, (για ζώα) επίβαση, οχεία, βάτεμα, (για πρόσ.) συνουσία
γαμήσι
Ετυμολογία: μσν. γαμήσει (το), από το απαρέμφατο μέλλ. του αρχ. γαμώ
Ερμηνεία: (το) ουσ. η συνουσία
αρχίδι
Ετυμολογία: αρχ. /όρχις
Ερμηνεία: -εως (ο) ουσ. καθένας από τους δίδυμους γεννητικούς αδένες του αρσενικού που παράγουν το σπέρμα
πούτσα
Ετυμολογία: ίσως σλαβικού butsa (= εξόγκωμα, προεξοχή)· κατά Φιλήντα, από το αρχ. πόσθη
Ερμηνεία: (ο) κ. πούτσα (η) ουσ. το πέος
Αυτά, τουλάχιστον μαθαίνει κανείς κάτι!
Λήμματα:
κώλος
Ετυμολογία: μσν. κώλος < αρχ. επίθ. κώλον (ενν. /έντερον)
Ερμηνεία: (ο) ουσ. ο πρωκτός, οι γλουτοί, τα πισινά, το μέρος των ρούχων που αντιστοιχεί στα πισινά, ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κτλ., πάτος, φρ. είναι κώλος και βρακί, είναι πολύ στενά συνδεδεμένος
βυζί
Ετυμολογία: μτγν. βυζίον < βυζάνω (υποχωρητ.)
Ερμηνεία: (το) ουσ. ο μαστός του ανθρώπου και των θηλαστικών ζώων: και λάμπει σαν της μάνας το βυζί στου κόρφου το σκοτάδι (Ν. Καζαντζάκης), ο θηλασμός ή και το μητρικό γάλα (εκτός και αν έχει διοξίνη!), (κατ' επέκτ.) καθετί που μοιάζει με μαστό και ιδ. προς τη θηλή του, (μτφ.) πηγή ωφελημάτων
μουνί
Ετυμολογία: κατά Meyer, μσν. μουνίν, υποκορ. του βενετικού mona· κατά Γ. Χατζιδάκι, από το ευνίον < ευνή· κατά Μ. Φιλήντα, από το μνίον, υποκορ. του αρχ. μνούς (= χνούδι)
Ερμηνεία: (το) ουσ. το γυναικείο αιδοίο
γκόμενα
Ετυμολογία: πιθ. από το αγγλικό woman· κατά Ανδριώτη από το ιταλικό gomena (μτφ. η θηλιά που βάζει ο εραστής στο λαιμό του)· κατά Δαγκίτση το θηλ. από το αρσ. γκόμενος < ιταλικού gommeno και gommoso < γαλλικού gommeux (= ο πασαλειμμένος με μπριγιαντίνες και αρώματα)· κατ' άλλους από το ισπανικό gomina (= ζελέ για τα μαλλιά)
Ερμηνεία: (η) ουσ. η ερωμένη, γυναίκα ιδιαίτερα ελκυστική
πουτάνα
Ετυμολογία: όψιμο μσν. πουτάνα < ιταλικού puttana < putta (= κορίτσι)
Ερμηνεία: (η) ουσ. πόρνη
ιερόδουλη
Ετυμολογία: μτγν. ιερόδουλος < ιερός και δούλος
Ερμηνεία: (η) ουσ. (Κ ιερόδουλος) στην αρχαιότητα, γυναίκες που υπηρετούσαν στο ναό της Αφροδίτης και εκδίδονταν αντί αμοιβής: η χάρη της είχε ορίσει μ' έναν χρησμό πως οι κόρες που θα ήθελαν να την υπηρετούν, οι ιερόδουλές της, θα ζούσαν κοντά της, γύρω απ' το ναό (Άγγ. Βλάχος), πόρνη («ιέρεια της Αφροδίτης»)
σεξ
Ετυμολογία: γαλλικού sexe < λατινικού sexus (= γένος)
Ερμηνεία: (το) άκλ. ουσ. η γενετήσια ορμή, η γενετήσια πράξη
τσόντα
Ετυμολογία: βενετικού zonta
Ερμηνεία: (η) ουσ. πρόσθετο κομμάτι υφάσματος σε φόρεμα για μάκρεμα ή φάρδεμα, προσθήκη σε οποιοδήποτε κατασκεύασμα, εμβόλιμες σκηνές πορνό κατά την προβολή ταινίας με άλλο θέμα, (γεν.) πορνό ταινία
οργασμός
Ετυμολογία: μτγν. οργασμός < οργάω-ώ
Ερμηνεία: (ο) ουσ. η κορύφωση της γενετήσιας διέγερσης ανθρώπου ή ζώου, (μτφ.) έντονη δραστηριότητα: οικοδομικός οργασμός
καύλα
Ετυμολογία: καυλώνω, αρχ. καυλός
Ερμηνεία: (η) ουσ. οργασμός για συνουσία, (ο) ουσ. το πάνω από την επιφάνεια του εδάφους τμήμα του φυτού, στέλεχος, κορμός, (ειδικότερα) ο πρωταρχικός τρυφερός βλαστός
πήδημα
Ετυμολογία: αρχ. πήδημα < πηδώ
Ερμηνεία: (το) ουσ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πηδώ, άλμα, φρ. ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα, για κάποιον που καλείται εμπράκτως να αποδείξει όσα καυχάται ότι έπραξε, (για ζώα) επίβαση, οχεία, βάτεμα, (για πρόσ.) συνουσία
γαμήσι
Ετυμολογία: μσν. γαμήσει (το), από το απαρέμφατο μέλλ. του αρχ. γαμώ
Ερμηνεία: (το) ουσ. η συνουσία
αρχίδι
Ετυμολογία: αρχ. /όρχις
Ερμηνεία: -εως (ο) ουσ. καθένας από τους δίδυμους γεννητικούς αδένες του αρσενικού που παράγουν το σπέρμα
πούτσα
Ετυμολογία: ίσως σλαβικού butsa (= εξόγκωμα, προεξοχή)· κατά Φιλήντα, από το αρχ. πόσθη
Ερμηνεία: (ο) κ. πούτσα (η) ουσ. το πέος
Αυτά, τουλάχιστον μαθαίνει κανείς κάτι!