Δεν υπάρχει μία, οριζόντια λύση για την αντιμετώπιση της ανόδου του λαϊκισμού. Υπάρχουν ωστόσο ζητήματα με βαθιές ρίζες.
Πάρτε για παράδειγμα τα παράπονα των πολιτών. Ακόμα και τώρα το ευρωπαϊκό φιλελεύθερο κατεστημένο, του οποίου αποτελώ μέρος, εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να αδυνατεί ή να είναι απρόθυμο να αποδεχτεί ότι οι αιτιάσεις που τροφοδοτούν το ρεύμα του λαϊκισμού -από την παγκοσμιοποίηση μέχρι την αύξηση του κόστους ζωής- είναι πραγματικές και εκφράζονται με ειλικρίνεια.
Πρόκειται για μία προσέγγιση που εκδηλώνεται με τη μορφή του «εμείς και αυτοί» και λέει: «εμείς ξέρουμε καλύτερα». Μια τέτοια αλαζονική αυτοπεποίθηση είναι καταστροφική. Μας κάνει να μην βλέπουμε τις δυσκολίες των πολιτών, θολώνει την κρίση μας σχετικά με το ποια ζητήματα πρέπει να θέσουμε σε προτεραιότητα και, τελικά, αποξενώνει τους ψηφοφόρους.
Το 2015 η Ελλάδα βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της ανόδου του λαϊκισμού. Η πρώτη λαϊκιστική κυβέρνηση της χώρας εξελέγη τον Ιανουάριο εκείνου του έτους και επανεξελέγη οκτώ μήνες αργότερα. Με τον τρόπο αυτό, η Ελλάδα βρέθηκε με το «πλήρες πακέτο» της λαϊκιστικής ιδεολογίας: έναν υβριδικό συνασπισμό των άκρων τόσο της σκληρής αριστεράς όσο και της σκληρής δεξιάς.
Τα τέσσερα χρόνια που ακολούθησαν με δίδαξαν ότι οι λαϊκιστές υπόσχονται τα πάντα, αλλά τελικά οι υποσχέσεις τους είναι μεγαλόστομες, απόλυτα κενές και εντελώς ανέφικτες.
Η απάντηση για την καταπολέμηση τέτοιου είδους άκρων έγκειται στην υλοποίηση αποτελεσματικών πολιτικών, έχοντας παράλληλα την ετοιμότητα να αμφισβητήσεις ή και να απορρίψεις τα πιστεύω και τις πρότερες αντιλήψεις σου, όταν αυτό είναι απαραίτητο. Αυτό σημαίνει να είσαι έτοιμος να προσαρμοστείς γρήγορα σε γεγονότα με παγκόσμιο αποτύπωμα και να υιοθετήσεις μια νέα τριγωνική λογική: υπέρ της ανάπτυξης αλλά δημοσιονομικά υπεύθυνη, ισχυρή στο μεταναστευτικό και διεκδικητική στην ασφάλεια, παράλληλα με μια ισχυρή εξωτερική πολιτική, και κοινωνικά φιλελεύθερη στο εσωτερικό.