Όλες οι κριτικές για την Τζούλια - Μεγάλου Αλεξάνδρου 28 (υπόγειο) (Μπουρδέλα)
1 κριτικές
Τρελὲς καῦλες μὲ ὁδήγησαν στὸ Μετάξι, ὅπου καὶ βρέθηκα πάλι, ἀναζητῶντας στανταράκια μου. Ἡ ἀπουσία τους ὅμως μὲ ὤθησε στὴν περιπλάνηση. Ἡ περιπλάνηση, ἔλεγε ὁ Κώστας Ἀξελός, εἶναι ἡ συνθήκη τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ἡ μοῖρα τοῦ ἀνθρώπου. Οὐσιαστικά, ὁ Ἀξελὸς μὲ τὴν «Πλανητικὴ σκέψη» του ἀπαντοῦσε στὸν δάσκαλό του, Μάρτιν Χάϊντεγκερ. Ὁ Γερμανὸς ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔβλεπε ὅτι ἡ κατ'ἐξοχὴν ἀνθρώπινη ἰδιότητα εἶναι ἡ διαμονή, δηλαδὴ ἡ συμφιλίωση καὶ σύνδεση μὲ ἕναν σταθερὸ τόπο.
Θέλοντας νὰ βγάλω τίς ἀναφερθεῖσες παπαριὲς ἀπὸ τὸ κεφάλι μου, ὥδευσα στὸ ὑπόγειο της Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ἐκεῖ περίμενε μιὰ νόστιμη μελαχρινὴ νεαρά, μὲ κανονικὸ ἀδύνατο σῶμα καὶ μαῦρο μακρὺ μαλλί. Φαινόταν χαμηλῶν τόνων καὶ μὲ ὡραῖο χαμόγελο. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἡ ἄτιμη βγαίνει στὸ σαλόνι δὲν σὲ προϊδεάζει γιὰ αὐτὰ ποὺ κάνει μέσα. Γιὰ αὐτὸ τὸν λόγο ἔδωσα τὸ 10άρικο στὴν ὑπηρεσία καὶ μπῆκα στὸ δωμάτιο. Ἡ Τζούλια ἦρθε σὲ σωστὸ χρόνο ἀλλὰ ἔδειχνε μαγκωμένη.
Ἀκολουθεῖ ἡ συνομιλία:
-«Ἀπὸ ποῦ εἶσαι;»
-«Βενετσουέλα», ἀπαντᾶ (λάθος προφορά).
-«Ὡραία», τῆς λέω. Μόνο ποὺ τώρα ἀρχίζω νὰ τὴ ρωτάω ἀπὸ ποῦ εἶναι στήν... ὑποτιθέμενη γλῶσσα της. Ἐκείνη δὲν καταλαβαίνει Χριστό. Συνεχίζω νὰ τῆς μιλάω. Ἐνῶ κατόπιν τῆς προτείνω νὰ πᾶμε καὶ γιὰ καφέ. Στὰ ἱσπανικὰ βέβαια. Ἔχει βραχυκυκλώσει, καθὼς δὲν καταλαβαίνει κουβέντα. Παίρνει μορφασμοὺς ἀπορίας καὶ μὲ ρωτάει στὰ ἀγγλικὰ «what... what...». Τὸ ἀφήνω νὰ περάσει.
Πάω νὰ τὴν χαϊδέψω ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι μαζεμένη σὲ σημεῖο ἄμυνας. Ὅταν μπῆκε, εἶχε ἤδη ἀνοίξει τὸ προφυλακτικὸ καὶ ἤθελε νά μου τὸ βάλει. Δὲν γαμιέται, λέω; Οὕτως ἢ ἄλλως σηκωμένος ἤμουν. Ἀρχίζει μιὰ πίπα, καλὴ ὁμολογουμένως καὶ ἔρχομαι σὲ πλήρη στύση. Τὸ διχτυωτὸ κορμάκι δὲν τὸ βγάζει. Οὖτε τὸ σουτιέν. Ἐπίσης δὲν ἀφήνει φιλιὰ πουθενά. Τῆς ζητάω νὰ κάτσει στὰ τέσσερα ἀλλὰ κάνει πὼς δὲν καταλαβαίνει. Ἐπιμένω. Τελικὰ στήνεται. Πραγματικά, ἡ αἴσθηση πολὺ καλή. Ἀλλὰ εἶναι ἡ μόνη θετικὴ στιγμὴ τῆς συνεύρεσης. Ἡ Τζούλια ἔχει πάντοτε κλειστὰ πόδια, ἀρχίζει νὰ κουλουριάζεται καὶ σὲ λίγο βρίσκεται σχεδὸν καθιστῆ. Ἄν καὶ ἔχουν περάσει 3 λεπτὰ ἀπὸ τότε ποὺ μπῆκε στὸ δωμάτιο, ἀναφωνεῖ νευρικὰ καὶ ἐπίμονα: «ἄντε!», «ἄντε, τελείωνε ρὲ φίλε!», δείχνοντάς μου ἕνα νοητὸ ρολόι στὸν καρπό της. Κάπου ἐκεῖ ἀρχίζω νὰ πέφτω ἀλλὰ δὲν πτοοῦμαι. Μυρίζομαι τί πάει νὰ γίνει, ὅμως ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ μετὰ εἶναι ἀργά. Εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου καθιστή, μὲ κλειστὰ πόδια καὶ κουλουριασμένη. Καθότι ἀπρόθυμη νὰ συνεργαστεῖ, τῆς λέω νὰ σηκωθεῖ νὰ φύγει. Στὸ σημεῖο αὐτό, νὰ τονίσω ὅτι εἶμαι χαμηλῶν ρυθμῶν στὸ σέξ, ὁπότε ἡ κοπέλα δὲν ζορίστηκε. Εἶναι, ἁπλῶς, ἡ τακτική της.
Ὅσο γιὰ τὴν καταγωγὴ καὶ τὴν γλῶσσα, αὐτὰ νὰ τὰ διαβάζουν κάποιοι φωστῆρες τῆς ἡμερήσιας ἐνημέρωσης. Ἐκεῖνοι ποὺ μοῦ ἔλεγαν εἰρωνικὰ καὶ μὲ θράσος ὅτι ἡ ἀνταπόκριση τῆς κοπέλας στὴν ἱσπανικὴ γλῶσσα δὲν εἶναι κριτήριο γιὰ νὰ καταλάβεις ποιά λέει ἀλήθεια καὶ ποιά ψεύδεται!
Χωρὶς νὰ βιάζεται, λοιπόν, φοράει τὰ παπούτσια της καὶ μὲ νάζι μοῦ κάνει νόημα σὲ στὶλ «Τί νὰ κάνουμε; Ὁ χρόνος!». Τῆς ἀπαντῶ στὰ ἱσπανικά: «Ἔμ βέβαια ὁ χρόνος! Εἶναι καὶ ὁ χρόνος!» (Ἐκείνη καίγεται πάλι).
Βγαίνω ἔξω, ἐπιστρέφοντας στὴν ρέουσα καθημερινότητα. Κατακόκκινος πιὰ καὶ μὲ τὰ ἀρχίδια πρησμένα, παραδίδομαι στὶς σκέψεις μου:
«Ἡ καθημερινότητα δὲν εἶναι παρὰ αὐτὸ τὸ ''μεταξύ'' γέννησης καὶ θανάτου Εἶναι». (Μάρτιν Χάϊντεγκερ, «Εἶναι καὶ Χρόνος», μετάφραση Γιάννης Τζαβάρας, σ. 428)