Όλες οι κριτικές για την Σούζη - Κολοκυνθούς 38Β (Μπουρδέλα) Μεταξουργείο
1 κριτικές
Τρίτη, ώρα 18:10
«Καθίστε!», ακούστηκε η υπηρεσία απ' το κουζινάκι — η πόρνη ακουγόταν να μιλάει στο τήλεφωνο.
«Γεια σου!», εμφανίστηκε μια ηλικιωμένη, χάλια των χαλίων, τσατσά. «Κάτσε να δεις το κορίτσι». Παρέμεινα όρθιος. «Ωραίο τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, από πάνω, εξήντα εννιά, ισπανικό, ελεύθερα πιασίματα», μ΄ενημέρωσε. «'Ελα να περάσεις μέσα, είναι πολύ καλή˙ σιγά σιγά μέσα...», προσπάθησε να με πείσει.
«Γεια σου», παρουσιάστηκε , με το κινητό στο χέρι, η μελαχρινή κοντόφαρδη κοπέλα που είχα δει εκεί στην απογευματινή τσάρκα του Σαββάτου στις τρεις Οκτωβρίου˙ με μαύρο μαλλί μέχρι τη μέση (πιθανότατα εξτένσιον), μέτριο πρόσωπο, μικρό στήθος, φαρδοκώλα (τρίμπαλ στην οσφύ) και κοντοχοντροποδαρού.
«Η κοπέλα μου είναι!», ανακοίνωσε η υπηρεσία.
Η "κοπέλα της", συνεχίζοντας να μιλάει στο τηλέφωνο, ξαναεπέστρεψε στο κουζινάκι — αυτή τη φορά δεν μου ανέφερε πως πρόσφερε κι ελεύθερο στοματικό.
«Θα περάσεις;», με ρώτησε η τσατσά. Κάποια μου θύμιζε η πόρνη... «Πώς τη λένε;», τη ρώτησα. «Σούζη!», μου απάντησε. 'Εβγαλα το δεκάρικο. «Πέρασε αγάπη μου, εδώ δεξιά», μου έδειξε, τη μεγαλύτερη απ' τις άθλιες κάμαρες, χουφτώνοντας το χαρτονόμισμα.
'Υστερα από τέσσερα λεπτά άκουσα την κοκότα να πλησιάζει τραγουδώντας ελληνικά.
«Γεια σου!», της ευχήθηκα σκυμμένος στην καρέκλα, τελειώνοντας με την τακτοποίηση των ρούχων μου. «Τι κάνεις; Γεια σου!», μου χαμογέλασε. «Καλά είσαι Σούζη;», κάθισα ολόγυμνος στο κρεβάτι. «Καλά είμαι, εσύ;», πλησίασε κι αφήνοντας τη συσκευασία με τα υγρά μαντιλάκια στο κομοδίνο έβγαλε το σουτιέν. «Καλά», απάντησα ξαπλώνοντας. «Πώς σε λένε;», ξεβρακώθηκε. «Τάδε». «Ταδεάκι, χάρηκα!», άφησε τα εσώρουχά της πάνω στα ρούχα μου. «Χάρηκα κι εγώ», της έκανα χώρο. «Κι εγώ μωρό μου!», επανέλαβε γονατίζοντας πλάι μου, για να συμπληρώσει, «τόσο όμορφο άνδρα, δεν έχω δει στα μπουρδέλα!». «Πω πω!», έκανα τάχα μου κολακευμένος. «Χι χι χι...», τόπιασε το υπονοούμενο. «Τι μου λες;». «Αλήθεια σου μιλάω και σου λέω!», επέμεινε. «Από πού είσαι Σουζάνα;». «Απ' τη Βουλγαρία». «Εγώ 'Ελληνας». «Βέβαια, 'Ελληνας είσαι και μοιάζεις, εκατό τοις εκατό 'Ελληνας!».
Ακολούθησε το καπάκωμά μου, από 'κείνη και το ξεκίνημα ενός μέτριου γλειψίματος και φιλιών στις θηλές μου. Σύντομα πραγματοποίησε "βουτιά" στ' αρχίδια μου για να επιδοθεί σ' ένα, καλούτσικο, αρχιδογλείψιμο. Σε 'κείνο το σημείο την ενημέρωσα πως την πίπα θα την ήθελα καλυμμένη. «Ναι, με καπότα μόνο κάνω!», ήταν η απάντησή της κι έπιασε το προφυλακτικό. Της το ζήτησα. Μου το έδωσε. Προσπάθησα να το ξετυλίξω κατά μήκος της ημικαυλωμένης ψωλης μου — το είχα βάλει απ' την ανάποδη πλευρά... «Ωχ, λάθος μπήκε...», είπα σιγανά. «Δεν πειράζει, έχουμε χρόνο, μη βιάζεσαι», με καθησύχασε. Τελικά το γύρισα απ' την καλή και το έβαλα σωστά. Η πίπα της ήταν μέτρια.
«Σ' αρέσει μωρό μου;», ενδιαφέρθηκε να μάθει ύστερα από λίγο κοιτώντας με στα μάτια.
Της ζήτησα να ξεκινήσουμε το φίκι φίκι. «Από πάνω, πισωκόλλητο;», μου έθεσε τις επιλογές που είχα. «Γι' ανέβα από πάνω να δούμε», επέλεξα. Σάλιωσε το μουνί της και πιάνοντας την πούτσα μου την έχωσε μέσα της. 'Αρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει και να τρίβεται — έδινα κι εγώ από κάτω...
«Πάμε πισωκολλητό!», της είπα έπειτα από κάμποσα «κρακ». «Ιέλα... 'Οπως γουστάρει το μωρό μου, ο ταδεάκης!... Ιέλα...», συμφώνησε πρόθυμα. Παίρνοντας θέση "έσπασε" καλά τη μέση της — μουνί ξυρισμένο και καλοσχηματισμένο, μες στην κρέμα όμως. Ξαναχώθηκα και συνέχισα να μπαινοβγαίνω μέχρι που, «ααα, τελείωσα...». «Μπράβο, να 'σαι καλά αγάπη μου!».
«Φιλάκια στο στόμα δίνεις;», την είχα ρωτήσει κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της συνεύρεσης. Η απάντησή της ήταν αρνητική. «Δηλαδή τ' αρχιδάκια που γλείφεις είναι πιο καθαρά; Χε χε χε...», αστειεύτηκα. «Γι' αυτό δεν φιλώ στόμα, γιατί γλείφω αρχιδάκια»...
ΥΓ: Τελικά βρήκα πως επρόκειτο για τη Σούζη που είχα πληρώσει στο ισόγειο της Μ.Α 22 στις 22 Απριλίου του τρέχοντος έτους... Κι έλεγα, πού τη θυμάμαι, πού τη θυμάμαι;...