Όλες οι κριτικές για την Σοφία - Ιάσονος 30Α (Μπουρδέλα) Μεταξουργείο
1 κριτικές
Πέμπτη, ώρα 8:59 π.μ
Στο σαλονάκι δεν ήταν κανείς. Κάθισα. Ο υπηρέτης εμφανίστηκε σχεδόν αμέσως. «Γεια σου...». Τον καλημέρισα. «Καλώς τόνα...», πρόσθεσε. «Γεια σου!», ευχήθηκε κι η κοπέλα που τον ακολουθούσε. Μια μέτριου αναστήματος μπικινοφορούσα με καστανό μαλλί στο ύψος της σιαγόνας, ξινό πρόσωπο με μαύρους κύκλους γύρω απ' τα μάτια, μεσαίο στήθος, κανονικό σώμα με ελαφρώς προπετή κοιλιά, "ψωμάκια" και σχετικά χοντρά μπούτια.
«Δέκα ευρουδάκια το μωρό μας! Τσιμπουκάκι, μουνάκι πισωκολλητό κι ελεύθερα πιασιματάκια!»
Η περί ης ο λόγος αποχώρησε πριν ο τσάτσος τελειώσει την παρουσίαση.
«Θέλεις;», με ρώτησε εκείνος. «Οκέι, θα περάσω!», του απάντησα. «Ελάτε από δω», είπε και με οδήγησε στον προθάλαμο των τριών άδειων δωματίων δείχνοντάς μου το μεσαίο. «Να μπω εδώ καλύτερα», είπα και πέρασα στο άθλιο, αλλά ευρύχωρο, δεξιό –το μοναδικό που δεν είχα μπει έως τότε.
«'Οπου θέλεις μπες, τα ίδια είναι!», είπε παίρνοντας το χαρτονόμισμα.
Η κοπέλα έσπρωξε την πόρτα μετά από κανένα πεντάλεπτο. Την καλημέρισα απ' τον νιπτήρα όπου σαπούνιζα τα χέρια μου. «Γεια σου...», αντευχήθηκε ανόρεχτα. «Πώς σε λένε κούκλα;», ρώτησα παρατηρώντας την να πλησιάζει το κομοδίνο για ν' αφήσει τη λιπαντική γέλη, κρατώντας όμως το συσκευασμένο προφυλακτικό. «Σοφία», απάντησε μέσα απ' τα δόντια της. Ξάπλωσα. Φυσικά κατευθείαν ετοίμασε την καπότα και γονατίζοντας πλάι μου (χωρίς να βγάλει το μπικίνι της) πήρε να την ξετυλίξει κατά μήκος του σε ηρεμία πέους μου. «Βραδινή, από βράδυ είσαι ή τώρα πρωί ήρθες;», ρώτησα για να ξέρω τι βάρδια να βάλω στην κριτική... «'Οχι, τώρα πρωί», αποκρίθηκε με μεγαλύτερη όρεξη αυτή τη φορά. «Νωρίς νωρίς ανοίγει αυτό το μπουρδέλο!», παρατήρησα, ενώ εκείνη ακόμα προσπαθούσε να εφαρμόσει το ελαστικό στο πουλί μου. «'Οχι, είναι 24 ώρες, αλλά κάθε 6 ώρες αλλάζουν οι κοπέλες», διευκρίνισε. Τώρα μιλούσε κανονικά. «Α, μάλιστα».
Ξεκίνησε την πίπα. Δεν καταλάβαινα τίποτα. «Δεν μου λες Σοφία, να σε ρωτήσω κάτι...». «Ναι». «Εδώ πέρα, (θηλές, λαιμό) φιλάς καθόλου;». «'Οχι όχι, καθόλου!», μου το ξέκοψε... «Οκέι», δεν επέμεινα.
Τώρα απλώς μού τον έπαιζε κοιτώντας κάπου στο βάθος. «Για κάτσε μήπως άμα δω τον κώλο σου μου σηκωθεί, για κάτσε λίγο στα τέσσερα», της ζήτησα.
Πήρε θέση με κλειστά τα πόδια και καμπουριασμένη. Οι πατούσες της ήταν κατάμαυρες. «'Ανοιξε τα πόδια λίγο», της είπα. «'Ελα αγόρι μου τώρα!», έκανε με αγανάκτηση συνεχίζοντας να κρατάει τα μπούτια κλειστά. «Βρε, άνοιξε τα πόδια λίγο να δω!», σοβάρεψα. «Δεν βλέπεις έτσι;», επέμεινε. «Δεν θα σου κάνω τίποτα (κακό), μη φοβάσαι, δεν σε πειράζω!», τη διαβεβαίωσα και μόνο τότε συμμορφώθηκε. 'Εκανα στην άκρη το στρινγκ και με το χέρι μου πήρα να τρίβω το πουλί μου. Δεν γινόταν τίποτα... Ξαναξάπλωσα. «Για προσπάθησε λίγο ακόμα...», της είπα. Ξανάρχισε να μου την παίζει κοιτώντας στο βάθος. «Πάρε πίπα, όχι έτσι!», απαίτησα. «'Οχι μωρό!... Το παίζει εσύ και θα το βάλω εγώ στο στόμα; Δεν γίνεται!», αντέδρασε. «'Οταν μπήκες, δεν με είδες που σαπούνιζα τα χέρια μου;», της θύμισα. Δεν απάντησε και συνέχισε να με μαλακίζει βλέποντας αλλού. «Α, εσύ δεν είσαι καλή...», είπα ήρεμα μ' έναν υφέρποντα εκνευρισμό. «Δεν είναι αυτό μωρό μου, αλλά πιάνω τις τρίχες να το βάλω–». «Δεν είσαι καλή...», επανέλαβα πάντα σε χαμηλό τόνο. «Να το βάλω στο στόμα; Δεν θέλω να πάρω καμιά αρρώστια!». «Εντάξει εντάξει εντάξει εντάξει, βαριέσαι! Το κατάλαβα!», συμπέρανα. «'Οχι, δεν είναι βαριέμαι, αλλά δεν θέλω να πάρω αρρώστια, κατάλαβες;», δικαιολογήθηκε. «Δεν είσαι σε καλή διάθεση, φαίνεται!», υποστήριξα. «Μια χαρά σε διάθεση είμαι!», επέμεινε. «Δεν έχεις καλή διάθεση», επανέλαβα. «Αλλά εσείς ζητάτε πολλά, κατάλαβέ το λίγο!», πρόσθεσε. «'Εχω πάει και σε άλλες κοπέλες και ξέρω. 'Ετσι όμως δεν θα κάνεις πελατεία». «'Εχω τη δικιά μου πελατεία, μην αγχώνεσαι!». «Το βλέπω... άδειο σαλόνι, άδεια δωμάτια». «Εντάξει;». «Λοιπόν πήγαινε, θα ζητήσω τα λεφτά μου πίσω! Φύγε!», είπα και έκανα να σηκωθώ. «Σιγά μην τα πάρεις!», με προκάλεσε. «Θα πάρω τα λεφτά μου πίσω αλλιώς καλώ αστυνομία επιτόπου!». Κάτι μουρμούρισε. «Θα τα πούμε σε λίγο», πρόσθεσα και πήρα να ντύνομαι. Φεύγοντας άνοιξε με δύναμη την πόρτα και την άφησε ανοιχτή. «Ωραία συμπεριφορά!», της φώναξα.
«'Ερχεστε λίγο;», κάλεσα τον τσάτσο ύστερα από μερικά λεπτά. 'Ηρθε στο άδειο από κόσμο σαλονάκι που περίμενα. «Είχα πρόβλημα με την κοπέλα», του είπα χωρίς περιστροφές. «Τι πάθατε κύριε; Γιατί άκουσα μια συνομιλία», ρώτησε ήρεμα. «Ναι, μπήκε μέσα μουτρωμένη...» κι αφού εξήγησα όλη τη φάση κατέληξα: «Λοιπόν, δώστε μου τα χρήματά μου να σηκωθώ να φύγω!». Χωρίς κουβέντα πήγε μέσα κι επέστρεψε με το δεκάρικο. «Ναι αλλά αυτό δεν γίνεται... "'Ανοιξε τα πόδια σου", "κλείσε τα πόδια σου..."», προσπάθησε να τη δικαιολογήσει δίνοντάς μου το χαρτονόμισμα. «'Οχι, δεν είναι έτσι! Εγώ για να βγάλω αυτό το δεκάρικο δουλεύω 3 ώρες, δεν το βγάζω σε τρία λεπτά κοροϊδεύοντας!». «Κι εμείς δουλεύουμε 13 ώρες και ανεχόμαστε–». «'Οχι, δεν είναι έτσι αγαπητέ και να ξέρετε ότι εγώ έχω περάσει με κοπέλες εδώ μέσα!». «Το ξέρω πως έχεις περάσει, σε θυμάμαι». «Οπότε, σας παρακαλώ πολύ!»