Όλες οι κριτικές για την Λώρη - Ακομινάτου 2Β (Μπουρδέλα) Μεταξουργείο
1 κριτικές
Τρίτη, ώρα 18:10
«Αμάν, άνοιξε αυτό!», αναφώνησα κι αμέσως πάρκαρα απέναντι — ευτυχώς δεν ερχόταν κανένας από πίσω!
'Ετσι αντέδρασα όταν περνώντας με τ' αυτοκίνητο είδα το "κόκκινο" φανάρι αναμμένο και την εξώπορτα ανοιχτή. Πριν μια-δυο βδομάδες είχα παρατηρήσει πως τοποθετούσαν τις εξωτερικές μονάδες των κλιματιστικών.
«Γεια σου αγόρι μου, γεια σου! Καλά είσαστε;», με υποδέχτηκε μία ηλικιωμένη υπηρεσία. «Καλώς ξανανοίξατε!», της ευχήθηκα. «Ναι ναι ναι, ωραία κοπέλα έχω! Πολύ αστέρι! Δέκα ευρώ μόνο! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, όλες στάσεις, εξήντα εννιά...».
«Τακ τουκ, τακ τουκ». Εκείνη τη στιγμή το υφασμάτινο διαχωριστικό παραμερίστηκε και... «'Ελα κοριτσάκι μου, έλα!». Στην είσοδο της κουζινούλας στάθηκε μία αψηλούτσικη, μπικινοφορούσα, όμορφη, μειδιούσα εικοσιεξάχρονη, με καστανό ίσιο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, μικρό στήθος, καλοσχηματισμένο κορμί.
«Γεια σου», της ευχήθηκα. «Η Λώρη!», μ' ενημέρωσε η τσατσά. «Λώρη, ε;». «Ναι!». «Εντάξει, θα περάσω!». «'Ελα!». «Λώρη, έλα σε–», ξεκίνησα να λέω προς την κοπέλα όταν με διέκοψε η υπηρεσία: «Σε μένα να μιλάς!». «Είναι απ' τη Ρουμανία;». «Ντα!».
Γυρίζοντας λοιπόν προς το μέρος της πόρνης μίλησα στα ρουμάνικα, λέγοντάς της να μη βιαστεί να 'ρθει για να προλάβω να πλυθώ κομματάκι.
«Ααα, μπράβο!», ενθουσιάστηκε η τσατσά. «Εγκώ ντεν μπορώ να μιλήσω μαζί της γιατί ντεν καταλαβαίνει ελληνικά». «Εσείς από πού είστε;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Ρωσίδα είμαι». «Α, Ρωσίδα». «Αλλά εγκώ γκρήγκορα έμαθα!», κοκορέυτηκε.
«Πήγαινε εντώ αγκόρι μου!», μου έδειξε τη μία απ' τις τρεις άδειες κάμαρες και πιάνοντας το ρολό απ' το χαρτί υγείας που ήταν στα τελευταία του, με ρώτησε: «Λίγκο χαρτί, φτάνει ή να φέρω καινούργιο;». «Φέρε καλύτερα καινούργιο». «Σου φέρνω!», συμφώνησε και με άφησε μόνο στο συμπαθητικό δωμάτιο.
Αργούσε όμως, οπότε βγήκα —ντυμένος— στον διάδρομο φωνάζοντας: «Τι έγινε;». Απ' το κουζινάκι ακούγονταν ομιλίες. «Εεε, τώρα θα φέρει εσένα χαρτί!», ακούστηκε η υπηρεσία. «Α, θα φέρεις χαρτί;». «Ναι», την είδα να εμφανίζεται. «Επειδή αργούσες, είπα: τι έγινε ρε παιδί μου;». «Της έλεγα πως χαρτί είναι στα ελληνικά. Τη ματαίνω λιγάκι κι εγώ».
Τελικά η Λώρη ήταν που μου έφερε το καινούργιο ρολό, πάντα χαμογελώντας ελαφρά, αφήνοντάς με, στη συνέχεια, να ετοιμαστώ.
Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια των λεπτών της αναμονή μου, άκουσα την υπηρεσία να λέει σε νεοεισερχόμενους: «Πελάτες Greci, μόνο Greci!»
«Τοκ τοκ!». «Ναι ναι!». «Σαλούτ!» (εκείνη). «Σαλούτ!» (εγώ, ξαπλωμένος στο σκληρό στρώμα). «Τσε φάτσι;» (Τι κάνεις; — εγώ). «Μπίνε!» (Καλά!).
Μαζεμένο κορίτσι και λιγομίλητο.
Βγάζοντας τον στηθόδεσμο έμεινε μ' ένα κιλοτάκι-φουστίτσα. Ξαπλώνοντας στο πλευρό της, πλάι μου, ξεκίνησε να με χαϊδεύει συνεχίζοντας να χαμογελά ανεπαίσθητα. Στη συνέχεια άρχισε να με φιλάει – γλείφει, ξεκινώντας κλασικά απ' τις θηλές και καταλήγοντας στ' αυτιά μου τα οποία και περιποιήθηκε μέσα-έξω...
Το μουνί της έπρεπε να είχε τριχούλες δυο-τριών ημερών —όχι κάτι ιδιαίτερα ενοχλητικό—, ενώ χουφτώματα, δαχτυλάκι, ρουφήγματα, φιλιά, γλειψίματα δεχόταν αδιαμαρτύρητα.
Η καπότα εφαρμόστηκε, απ' την ίδια, σαν κάλτσα και η πίπα της ήταν καλούτσικη —υπήρξε και λίγο χεράκι— με σιγανά «μμμ».
'Οταν άρχισα να τη γαμάω ιεραποστολικά —καλή αίσθηση μουνιού— δεν αντέδρασε αρνητικά όταν έκανα κίνηση για φιλί στο στόμα —φιλιά και γλειψίματα σε λαιμό, μάγουλα, αυτιά "έπαιζαν" κανονικά— οπότε συνεχίσαμε το γαμήσι με ικανοποιητικά εκατέρωθεν γλωσσόφιλα μέχρι που μην μπορώντας να κρατηθώ περισσότερο έχυσα...
Πριν αποχωρήσει, απαντώντας σ' ερώτησή μου, μου είπε πως πριν ένα-δυο μήνες δούλεψε και σε άλλα μπουρδέλα στην Αθήνα, αλλά δεν θυμόνταν/δεν ήθελε να μου πει ποια ήταν αυτά.