Όλες οι κριτικές για την Κάτια - Ιάσονος 2Α (Μπουρδέλα) Μεταξουργείο
1 κριτικές
Ερχόμενος από Αγησιλάου –εδώ και αρκετό καιρό αποφεύγω να περνάω από το κομμάτι της Ιάσονος με τους δυστυχείς ναρκομανείς και κάνοντας παράκαμψη από Κολωνού προσεγγίζω τα πρώτα σπιτάκια από πάνω– είδα τον υπηρέτη του συγκεκριμένου οίκου να στέκεται απ' έξω.
– Ποια είναι; τον ρώτησα
– Εχω ωραία καινούρια κοπέλα, έλα πέρασε! είπε και μου έδειξε προς τα μέσα.
Ανέβηκα τα 4-5 σκαλοπάτια και παραμερίζοντας το υφασμάτινο παραβάν, εισήλθα στο φωτεινό, άδειο από κόσμο, σαλονάκι του υπερυψωμένου ισόγειου μπουρδέλου, μ' εκείνον να ακολουθεί.
– Κάτσε, στο μπάνιο είναι, τώρα θα βγει! μου είπε και στάθηκε παραπέρα.
Μετά από λίγο ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος βαδίσματος με γυναικεία τακούνια πάνω σε πάτωμα και μία αψηλή με χυτά ποδάρια, όμορφη, με ίσια μελαχρινά μαλλιά πιασμένα πίσω στο κεφάλι, μικρό στήθος, φορώντας –εκτός από τις ψιλοτάκουνες γόβες της– ένα ροζ κιλοτάκι σαν φουστίτσα, πλησίασε.
– Ορίστε η γυναίκα! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, φιλάκια, βυζάκια, να περάσετε πολύ καλά, 10 ευρώ! ενημέρωσε ο τσάτσος.
– Τί κάνετε; ενδιαφέρθηκε να μάθει εκείνη χαμογελώντας, ενώ στάθηκε σε μία απόσταση "ασφαλείας" από εμένα.
– Ομορφούλα, κουκλίτσα! Πάμε; με ρώτησε γεμάτος προσμονή ο υπηρέτης.
– Πώς σε λένε κουκλίτσα; ζήτησα να μάθω με τη σειρά μου.
– Κάτα...
– Πώς;
– Κάτια!
– Α, Κάτια!
– Ναι!
– Πάμε; Επέμεινε ο τσάτσος.
– Μμμ...(το σκεφτόμουν). Ναι! συμφώνησα τελικά.
– Ελα! μου είπε εκείνος και οι τρεις μαζί κινήσαμε προς τα ενδότερα.
Η Κάτια, που είμαι σχεδόν βέβαιος πως ήταν η ίδια που το περασμένο Σάββατο μου συστήθηκε ως Βίκυ –τότε είχε τα μαλλιά της λυτά και φορούσε στηθόδεσμο– άνοιξε μία πόρτα και πέρασε στο εσωτερικό.
– Τί κάνει το μωρό μου; πρόλαβα ν' ακούσω μία ανδρική φωνή να την καλωσορίζει.
Αφού πλήρωσα τον υπηρέτη, μπήκα στο διπλανό ωραίο δωμάτιο, όπου λίγο αργότερα ένιωσα και το αναπαυτικό στρώμα του κρεβατιού!
Η Κάτια ήρθε σε μένα μετά από 10 λεπτά.
Μιλούσε καλούτσικα τα ελληνικά και ήταν ευδιάθετη.
Μου φόρεσε κατευθείαν την καπότα, αλλά ευτυχώς δεν συνέχισε με τσιμπούκι, παρά απομακρύνθηκε από το επίμαχο σημείο κι έγλειψε-ρούφηξε τις θηλές μου (λαιμό, αυτιά, πρόσωπο δεν άγγιξε) ενώ από το στόμα της εξερχόταν ένα συνεχόμενο, χαμηλής έντασης, «μμμ», που το άκουγα αρκετά συχνά κατά τη διάρκεια της συνεύρεσης.
Από τη μεριά μου τη χούφτωσα (έχει σφιχτό κρέας), τη χάιδεψα (και απαλή επιδερμίδα), την έγλειψα στο στήθος (το στήθος είναι το αδύνατο σημείο της). Ολα μια χαρά!
Μου έκανε και μία γρήγορη, ικανοποιητική σε γενικές γραμμές, πίπα, για να με ρωτήσει στη συνέχεια, βλέποντας πως είχα καυλώσει: – Πώς θέλεις;
– Ελα από πάνω!
Γραπώνοντας το αντικείμενο του ιμέρου μου (την κώλο της!) παλινδρόμησα δυνατά, ενώ όταν μετά από πολλές ψωλιές πόνεσαν οι βουβώνες μου, τη γάμησα και πισωκολλητά γονατιστά, θαυμάζοντας τα οπίσθια σφαιρικά της θέλγητρα!
– Ελα ομορφούλα! άκουσα κάποια στιγμή τη φωνή του τσάτσου.
Συνεχίζοντας τη γάμευση, μετά από λίγο έχυσα λαγνοβογγώντας πνιχτά.
– Γεια! είπε ψιθυριστά αποχαιρετώντας με, αφού πρώτα είχε ετοιμαστεί βιαστικά.
Συμβουλευόμενος το ρολόι μου διαπίστωσα πως από τη στιγμή που είχε έρθει είχαν περάσει 11 λεπτά, άρα ο υπηρέτης έπρεπε να ειδοποίησε στο 7άλεπτο-8άλεπτο.
Μία μέρα πριν (την Παρασκευή) ψαλλόταν στις εκκλησίες η Θεία Λειτουργία των Γ' Χαιρετισμών. Εκεί κάπου λέγεται μία ευχή, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει: «Παύσον τας ορμάς των παθών, σβέσον τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού, τα καθ' ημών δολίως κινούμενα, της σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλον και πάν γεώδες και υλικόν ημών φρόνημα κοίμισον.»
Συνεχίζοντας την τσάρκα θυμήθηκα –στο περίπου– εκείνα τα λόγια που είχα ακούσει την προηγουμένη και για άλλη μια φορά σκέφτηκα πως για την Εκκλησία είμαι ένας αμαρτωλός.
Τί να κάνω; «Το μεν πνεύμα (ενίοτε) πρόθυμον, η δε σαρξ (πάντα) ασθενής».