Όλες οι κριτικές για την Γκαμπριέλα - Ιάσονος 36 (Μπουρδέλα) Μεταξουργείο
1 κριτικές
Τετάρτη, ώρα 18:27
«Γεια σου!», μου ευχήθηκε η μικρόστηθη πόρνη Μπιάνκα, διασχίζοντας το σαλόνι με κατεύθυνση το δωμάτιο στο βάθος, συμπληρώνοντας πως «είναι κι άλλη κοπελίτσα, περίμενε!».
«Γεια σας! Δύο κοπέλες έχουμε, δύο καυλίαρες, δέκα ευρώ. Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, καλό σεξ, σιγά σιγά, να περάσετε πάρα πολύ ωραία!...», εμφανίστηκε και η υπηρεσία. «Νάτη και η άλλη κοπέλα!». Το υφασμάτινο διαχωριστικό παραμερίστηκε από μία εικοσάχρονη Ρουμάνα με μαύρο μαλλί μαζεμένο πίσω κι ένα ροζ πλαστικό λουλούδι στο πλάι, μετριογλυκούτσικο πρόσωπο, μικρό στήθος, χαμηλό ανάστημα, αφρατούτσικο κώλο χωρίς κυτταρίτιδα, γεματούτσικα μπούτια. «Γεια σας!». «Εδώ κορίτσι μας, κοριτσάρα, καυλιάρα, δέκα ευρώ! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, καλό σεξ, σιγά σιγά, να περάσετε καλά!», επανέλαβε η τσατσά.
Η νεαρή —που την είχα ξανασυναντήσει σε πρόσφατη πρωινή τσάρκα στο συγκεκριμένο μπουρδέλο— μας χαμογέλασε με νόημα και γυρίζοντας κούνησε προκλητικά τον κώλο πέρα-δώθε.
«Αστέρι το κορίτσι, καλή στο δωμάτιο!... Ποιος θέλει δωμάτιο;...». Τρεις νοματαίοι στεκόμασταν όρθιοι απέναντι απ' τις δύο γυναίκες. «Εσείς τι θα κάνετε;», απευθύνθηκε σε μένα η τσατσά. «Θα περάσω!», απάντησα. «'Ελα, δωμάτιο εδώ...», μου έδειξε εκείνο που πριν την ανακαίνιση είχε τους πολλούς μικρούς καθρέφτες και στ' οποίο είχα μπει την προπερασμένη βδομάδα. «Θα μπω, εκεί!», έδειξα το διπλανό. «Εδώ, εκεί, όπου θέλετε!», δεν έφερε αντίρρηση. «Πώς τη λένε;», ρώτησα καθώς την πλήρωνα. «Εεε, Γκαμπριέλα!».
'Οταν η γυμνόστηθη Γκαμπριέλα άνοιξε την πόρτα, ύστερα από 8 λεπτά, με βρήκε ξαπλωμένο.
«Γεια σου». «Γεια σου!», μου χαμογέλασε. «Τι κάνεις;». «Καλά, εσύ;». «Καλά».
Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
«'Αλλαξε αυτό το σπίτι, ήτανε αλλιώς», σχολίασα. «Το πήρε κάποιος άλλος και το έφτιαξε», πρόσθεσε εύθυμα και με το προφυλακτικό στο χέρι μού ζήτησε να της κάνω χώρο.
Ξετυλίγοντας —όσο γινόταν— το ελαστικό στο σε ηρεμία μόριό μου έκανε να ξεκινήσει την πίπα.
«Δεν μου λες. Κανένα φιλάκι στο στήθος δίνεις;», την πρόλαβα. «Ναι!». «Ας ξεκινήσουμε έτσι καλύτερα», της χαμογέλασα. «Αφού δεν μου είπες τίποτα, εγώ δεν μπορώ ν' αρχίσω μόνη μου», δικαιολογήθηκε κοιτώντας με παιχνιδιάρικα.
Τα φιλιά της ήταν επιφανειακά, σε γρήγορο ρυθμό, θορυβώδη˙ έπειτα από ένα σύντομο «μμμ» ακολουθούσε το «ματς!» κι έπειτα από ένα άλλο σύντομο «μμμ» ακολουθούσε το «μουτς!», ενώ με αραιά «μμ;» (καλά το κάνω;), ζητούσε την επιβεβαίωσή μου.
Φιλιά της πλάκας δηλαδίς...
«'Ηθελες φιλάκια, να!», μου χαμογέλασε πλατιά —της έλειπε ένα απ' τα πάνω πλαϊνά δόντια— συνεχίζοντας, «σ' αρέσει μωρό μου;». «Χε χε χε...», γέλασα αντί γι' απάντηση. «Ε;», επέμεινε. «'Οχι! Χε χε χε», την "κούφανα"... «Γιατί όχι;», ψιλογούρλωσε τα μάτια. «Το ωραίο το φιλί είναι έτσι...», είπα κι άρχισα να τη φιλάω – γλείφω στον λαιμό, στα μάγουλα, στ' αυτιά, ενώ και το στήθος της βρέθηκε βαθιά μέσα στη στοματική κοιλότητά μου. «Είδες;», τη ρώτησα κάποια στιγμή. «Χα χα, εγώ πάντως έτσι φιλάω!... Και το αγόρι μου πάλι έτσι το φιλάω!», αντέδρασε. «Μάλιστα...». «Δεν το φιλάω αλλιώς!».
Τέλος πάντων κάπως έτσι συνεχίσαμε τα προκαταρκτικά μέχρι που νιώθοντας τη στύση μου ικανή της ζήτησα να προχωρήσουμε στο φίκι φίκι.
«Πώς θες να πάμε;». «Τέσσερα!». «Τέσσερα!», επανέλαβε και πρόθυμα πήρε θέση "σπάζοντας" καλά τη μέση και τουρλώνοντας τον κώλο — ευμεγέθη μουνόχειλα. Το γαμήσι που ακολούθησε το παρακολουθούσε απ' τον πλαϊνό επίτοιχο καθρέφτη αναστενάζοντας ευλογοφανώς. Δεν άργησα να εκσπερματώσω.