Λεπτομέρειες αξιολόγησης
8.0 68 10
Call-Girls
151268
Γενική βαθμολογία
8.3
Εμφάνιση (πρόσωπο)
7.0
Εμφάνιση (σώμα)
8.0
Γενική συμπεριφορά
9.0
Επικοινωνία
9.0
Διάθεση στο σεξ/συμμετοχή
9.0
Σχέση αξίας/κόστους
8.0
The Raven by The Saint!*
Μια φορά, τα μεσάνυχτα τα σκοτεινά, αδύναμος και αποκαμωμένος, καθώς συλλογιζόμουν πάνω στα φθαρμένα σεντόνια ενός ξενοδοχείου ημιδιαμονής, έγειρα το κεφάλι, ίσα που μ' έπαιρνε ο ύπνος• τότε έξαφνα, έρχεται ένας ανάλαφρος σιγανός χτύπος, όπως όταν κάποιος χτυπάει διακριτικά την πόρτα του δωματίου. “Η κοπέλα που περιμένω θα είναι” μουρμούρισα “που χτυπάει την πόρτα του δωματίου μου- Μόνο αυτό και τίποτα παραπάνω”.
Χαρακτηριστικά θυμάμαι πως ήταν τον ανεμοδαρμένο βροχερό Οκτώβρη, και η κάθε μια ξεχωριστή ρανίδα βροχής που έπεφτε, άπλωνε βαθμιαία το φάσμα της στο τζάμι του σκοτεινού παραθύρου. Ανυπόμονα ευχόμουν να ξανάρθει το χτές - μάταια είχα γυρέψει από το αλκοόλ έναν τρόπο να δοθεί τέλος στη λύπη, την λύπη για την απολεσθείσα ακμαιότητα την εξαίρετη κι' απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν άγγελοι και δαίμονες νιότη - που όσο κι αν την καλώ, αυτή δεν επιστρέφει.
Και το βαρύ, λυπητερό, θρόισμα του του αέρα πάνω στι βαριές κουρτίνες, μου προξενούσε ρίγη, με καταλάμβανε με τέτοιους φανταστικούς τρόμους που δεν τους είχα νοιώσει ποτέ πριν. Έτσι που, τώρα, για να νεκρώσω το δυνατό μου χτυποκάρδι, στάθηκα όρθιος και για να το πιστέψω κι εγώ ο ίδιος, επαναλάμβανα: “Η κοπέλα που περιμένω θα είναι στην θύρα της κάμαρας, που θέλει να εισέλθει. Η κοπέλα που κάλεσα θέλει να διαβεί την πόρτα του δωματίου. Για αυτό πρόκειται και όχι για κάτι περισσότερο”.
Η ψυχή μου γυρίζοντας στη θέση της ενδυναμώθηκε, και πλέον δεν ήταν σε δισταγμό. “Κυρία” είπα εγώ, “κυρία μου ή δεσποινίς μου, ειλικρινά εκλιπαρώ για την συγχώρεση σας, αλλά το γεγονός είναι ότι με πήρε ο ύπνος, κι έτσι ανάλαφρο που ήταν το άξαφνο σας χτύπημα, και τόσο υποτονικά που ήρθε το ελαφρύ άξαφνο χτύπημα, ο ανάλαφρος κρότος στη θύρα του δωματίου, που πολύ αμφιβάλλω αν σας άκουσα” - εδώ ανοίγω διάπλατα την πόρτα - κανείς πίσω της. Σκοτάδι εκεί και τίποτα άλλο.
Κοίταξα ερευνητικά, βαθιά μέσα στο σκοτάδι εκείνο του διαδρόμου, μένοντας εμβρόντητος εκεί για πολύ, νοιώθοντας το δέος, την αμφιβολία, και βλέποντας σε οράματα, οπτασίες που ποτέ ξανά δεν είχα ξαναδεί. Όμως τίποτα δεν τάραζε την σιγαλιά της νύχτας, και η μόνη λέξη που ακούστηκε εκεί, ήταν η ψιθυριστή λέξη «Ελένη». Αυτό ψιθύρισα εγώ, και μια ηχώ μου αντιγυρνά ψιθυριστά την λέξη «Ελένη». Απλώς αυτό και άλλο τίποτα.
Ξαναγυρίζοντας στην κάμαρα, φλεγόταν ολόκληρη η ψυχή μέσα μου και σε μικρό διάστημα άκουσα πάλι ένα διακριτικό χτύπο, κάτι δυνατότερο από το προηγούμενο. “Ασφαλώς” είπα εγώ, “ασφαλώς ετούτο είναι σίγουρα η πόρτα. Ας δω επομένως τι είναι πίσω της και το μυστήριο αυτό να διερευνήσω - ας νεκρώσω την καρδιά μου μια στιγμή και ας λύσω το μυστήριο αυτό - Η κοπέλα που περιμένω θα είναι, και άλλο τίποτα”.
Σε αυτό το σημείο ανοίγω πάλι την πόρτα, όταν, με ένα πολύ φευγαλέο πέταγμα και φτεροκόπημα, εκεί μέσα μπήκε ένα μεγαλόπρεπο Κοράκι των παλαιών ευσεβών εποχών. Χωρίς να διστάσει ούτε λεπτό, δίχως στιγμή να σταματήσει, πήγε και κούρνιασε γλυκά στο προχειροστρωμένο κρεβάτι. Κούρνιασε γλυκά και έμεινε εκεί χωρίς να κάνει τίποτα άλλο.
Ευθύς, έσυρα την καρέκλα με τα λυγδιασμένα μαξιλάρια μπροστά από το πουλί και το κρεβάτι. Το ατένιζα ώρα, έτσι γλυκά κουρνιασμένο που ήταν, ώσπου οι οφθαλμοί μου άρχισαν να κλείνουν. Κατόπιν, βουλιάζοντας πάνω στο κρεβάτι, επιδόθηκα σε συνδυασμούς της μιας φαντασίωσης με την άλλη, ώσπου έξαφνα -κοιμισμένος ή ξύπνιος, δυσκολεύομαι να θυμηθώ- είδα το Κοράκι να ανασηκώνεται, και βγάζοντας αυτό το μαύρο στιλπνό του εβένου χρώμα, να ξεγελά την οικτρή μου διάθεση και να την φτάνει σε χαμόγελο, με την αρχοντική, και εξόχως θηλυκή, όψη γυναίκας που τώρα είχε πάρει.
Απορημένος του είπα “Μολονότι τα πρότυπα γυναίκας έχουν πλέον αλλάξει, όμορφης γυναίκας, στόφας παλιάς, Σμυρνιάς, Πολίτισσας, την όψη διάλεξες να πάρεις. Μεγαλειώδες και εύρωστο Κοράκι που πλανιέσαι στα σκοτάδια της πλανεύτρας νύχτας για πες μου ποιο είναι το αρχοντικό σου όνομα; Πως σε καλούν οι σκιές και τα φάσματα στην άλλη όχθη του Αχέροντα, που σύντομα μου μέλει να πατήσω”. “Ελένη”, μου είπε το κοράκι που είχε γίνει πια γυναίκα, και με δυο γοργές κινήσεις, έλυσε τον στηθοδεσμό της, έπιασε το κεφάλι μου με τα δυό της χέρια, και πίεσε τα μεγάλα σφιχτά της στήθη με τις σαρκώδεις θηλές στο πρόσωπό μου, σφίγγοντας το κρανίο μου με δύναμη, σαν να ήθελε να το συνθλίψει πάνω τους. Κατόπιν άρχισε να περιφέρει και να τρίβει εναλλάξ τις θηλές της σε ολόκληρο το πρόσωπό μου, και αφού αυτές έγιναν σχεδόν διπλάσιες σε μέγεθος, τις έφερε στα χείλη μου βιάζοντας με να τις πιπιλίσω. Πιπιλίζοντάς της, και δαγκάνωντας της ελαφρά, κατάφερα να ψελλίσω: “Κι άλλοι φίλοι μου, από πριν, πάνε, πετάξανε και φύγανε , σαν θα έλθει η αυγή και εσύ θα με αφήσεις, όπως πέταξαν και πάνε τα όνειρα της νιότης μου” Και η Ελένη είπε “Ποτέ πια γιαβρί μου” Μόνο αυτό, και τίποτα άλλο.
Μετά με έσπρωξε δυνατά, και κρατώντας με ανάσκελα με τα χέρια της, τοποθέτησε το κεφάλι μου ανάμεσα στα σκέλια της, φέρνοντας το σαρκώδες τρυφερό μουνί της στο πρόσωπό μου. Διατελούσα σε μεγάλη διέγερση πλέον, άρχισε να τρίβει ζωηρά την φουσκωμένη κλειτορίδα της πάνω στα χείλη μου, σφίγγοντας σθεναρά τους μηρούς της, ώσπου τα εκχυλίσματα του αιδοίου της άρχισαν να γεμίζουν το στόμα μου. “Φουκαρά μου” κατάφερα να αρθρώσω, “η θεά αποφάσισε να προσφέρει σε εσένα -δια μέσου αυτής της ιέρειας της, διάλεξε να σου προσφέρει ανακούφιση – ανακούφιση και νηπενθές από την λύπη και την λήθη! Πίνε, ω, πίνε με γουλιές μεγάλες αυτό το χορταστικό νηπενθές και ξέχνα της απολεσθείσα ακμή σου” . “Ποτέ πια γιαβρί μου”, είπε φωνάζοντας η Ελένη κλονιζόμενη από τα ρίγη ηδονής που διαπερνούσαν το σώμα της, αφήνοντας το πρόσωπό μου να λαμπυρίζει πλέον από τους χυμούς της στο αχνό φως των φανών.
Ευθύς, με τα ζεστά της χέρια έσφιξε την ορθωμένη φύση μου, και άρχισε να την χαϊδεύει γλυκά. Με κοίταξε με τα φλογισμένα πράσινά της μάτια, και αφού δάγκωσε ελαφρά την βάλανο μου, ανέλαβε την φύση μου στο στόμα της, αρχίζοντας με περιπαθή λειχεία. Ο στοματικός της έρως ήταν αργός και βασανιστικός. Εγώ αισθανόμουν το πέος μου να συνταράσσεται σπαράζοντας μες το καυτό της στόμα. Δεν άντεξα. Την ανέτρεψα θέλοντας να λάβω λίγη από την θαλπωρή του ροδαλού της κόλπου. Να αισθανθώ τους χυμούς της να κατακλύζουν την στύση μου. Με υποδέχθηκε ανοιχτόκαρδα στην αγκαλιά της, και ένα γλυκό χαμόγελο σχηματίστηκε στα κατακόκκινα της χείλη.
Προσπαθούσα να μπω όσο πιο αργά μπορούσα μέσα της, θέλοντας να απολαύσω σπιθαμή με σπιθαμή την είσοδό μου στο μοσχομυριστό λουλούδι της. Η Ελένη ανέλαβε την κάρα μου οδηγώντας την με ορμή, σχεδόν με βία, πρώτα στον εύγραμμο λαιμό της, μετά στους πάλευκους ώμους της και κατόπιν στα εύοσμα στήθη της, αναγκάζοντας με να τα ασπάζομαι, ενόσω ο ζεστός, σφιχτός, κόλπος της συσπάτω, σφίγγοντας σθεναρά το ερεθισμένο μου μόριο.
Τότε! Τότε ήταν που μου φάνηκε, πως ο αέρας που μας κύκλωνε άρχιζε να πυκνώνει αρωματιζόμενος από κάποιο αόρατο μύρο που μας έραινε η Θεά, της οποίας τα βήματα σαν να ακούγονταν στην βρώμικη μοκέτα. “Ελένη” είπα “ που έχεις όψη μια πουλί και μια γυναίκα, είτε σε στέλνει η Θεά , ή και αν η βροχή και ο άνεμος σε στριφογύρισε και σε έριξε σε τούτο εδώ το δώμα - σε αυτό το δωμάτιο που το στοιχειώνουν φωνές και εκκρίματα κενόδοξων φευγαλέων εραστών - έλα, πες μου, αληθινά, σε παρακαλώ, πες μου στο όνομα της αφεγγούς νύχτας που πάνω μας απλώνεται, στο όνομα του Θεάς που δυο μας λατρεύουμε και κάνουμε σπονδή τα ερωτικά εκκρίματα μας - Λέγε σε ετούτη την ψυχή την φορτωμένη σκότος, λέγε αν στην αντιπέρα όχθη του Αχέροντα η θλίψη θά ΄ναι η ίδια. “Ποτέ πια”, είπε η Ελένη.
Κι ενώ έξω η καταιγίδα δυνάμωνε, και οι σταγόνες της βροχής ράπιζαν βίαια τα τζάμια του παραθύρου. Κι ενώ η φύση έφριττε τον θόρυβο των κεραυνών, και τα τριγύρω κτίσματα αντιλαλούσαν τους τρομερούς τους κρότους, η Ελένη για ακόμα μια φορά ξεστράτισε την σκοτισμένη μου ψυχή στο γέλιο, γελώντας και προκαλώντας με - απαγγέλοντας γητειές και επικλήσεις στη θεά - να την κάνω δική μου. Εγώ, λυτρωμένος πλέον από τις ζοφερές σκέψεις που ταλάνιζαν το μυαλό μου, και μην μπορώντας πλέον να βαστάξω άλλο την έξαψη που με καταλάμβανε ρουθούνιζα βαριά σαν κτήνος έτοιμο να την κατασπαράξει.
Το τέλος κατέφθασε σφοδρό κι αμείλικτο. Η Ελένη με έσφιγγε με δύναμη καρφώνοντας τα νύχια της στην γέρικη μου ράχη, σαν αν ήθελε να στραγγίσει μέχρι τελευταίας ρανίδας το ζεστό υγρό που εκτόξευε η φύση μου μέσα της. Έγειρα εξουθενωμένος στο πλάι της. Μάζεψα όση δύναμη μου έιχε απομείνει και είπα: “ Τώρα; Τώρα που όλο αυτό τελείωσε θα με ξανακυκλώσει η θλίψη; “Ποτέ πια γιαβρί μου” είπε η Ελένη. Αυτό μόνο και τίποτα άλλο.
“Αφού είναι έτσι” είπα “Αφού έτσι είναι, το σύμβολο του αποχωρισμού μας να γίνουνε αυτές οι λέξεις, πουλί ιερό, ή γυναίκα ιέρεια, της Θεάς!” είπα, και βύθισα το κεφάλι μου αναπαυτικά στο μαξιλάρι. Και του κορακιού το πέταγμα δεν ακούστηκε, και το φως της λάμπας του κομοδίνου χυνόταν απάνω στο ξαπλωμένο μου σώμα ρίχνοντας στον τοίχο τη σκιά του• και η ψυχή μου, από μέσα από τη σκιά που μένει ακίνητη στον τοίχο φτερούγισε, και το σώμα μου δεν θα ανασηκωθεί - ποτέ πια.
*Πόνημα βασισμένο στο ομώνυμο ποίημα του Edgar Allan Poe.
Μια φορά, τα μεσάνυχτα τα σκοτεινά, αδύναμος και αποκαμωμένος, καθώς συλλογιζόμουν πάνω στα φθαρμένα σεντόνια ενός ξενοδοχείου ημιδιαμονής, έγειρα το κεφάλι, ίσα που μ' έπαιρνε ο ύπνος• τότε έξαφνα, έρχεται ένας ανάλαφρος σιγανός χτύπος, όπως όταν κάποιος χτυπάει διακριτικά την πόρτα του δωματίου. “Η κοπέλα που περιμένω θα είναι” μουρμούρισα “που χτυπάει την πόρτα του δωματίου μου- Μόνο αυτό και τίποτα παραπάνω”.
Χαρακτηριστικά θυμάμαι πως ήταν τον ανεμοδαρμένο βροχερό Οκτώβρη, και η κάθε μια ξεχωριστή ρανίδα βροχής που έπεφτε, άπλωνε βαθμιαία το φάσμα της στο τζάμι του σκοτεινού παραθύρου. Ανυπόμονα ευχόμουν να ξανάρθει το χτές - μάταια είχα γυρέψει από το αλκοόλ έναν τρόπο να δοθεί τέλος στη λύπη, την λύπη για την απολεσθείσα ακμαιότητα την εξαίρετη κι' απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν άγγελοι και δαίμονες νιότη - που όσο κι αν την καλώ, αυτή δεν επιστρέφει.
Και το βαρύ, λυπητερό, θρόισμα του του αέρα πάνω στι βαριές κουρτίνες, μου προξενούσε ρίγη, με καταλάμβανε με τέτοιους φανταστικούς τρόμους που δεν τους είχα νοιώσει ποτέ πριν. Έτσι που, τώρα, για να νεκρώσω το δυνατό μου χτυποκάρδι, στάθηκα όρθιος και για να το πιστέψω κι εγώ ο ίδιος, επαναλάμβανα: “Η κοπέλα που περιμένω θα είναι στην θύρα της κάμαρας, που θέλει να εισέλθει. Η κοπέλα που κάλεσα θέλει να διαβεί την πόρτα του δωματίου. Για αυτό πρόκειται και όχι για κάτι περισσότερο”.
Η ψυχή μου γυρίζοντας στη θέση της ενδυναμώθηκε, και πλέον δεν ήταν σε δισταγμό. “Κυρία” είπα εγώ, “κυρία μου ή δεσποινίς μου, ειλικρινά εκλιπαρώ για την συγχώρεση σας, αλλά το γεγονός είναι ότι με πήρε ο ύπνος, κι έτσι ανάλαφρο που ήταν το άξαφνο σας χτύπημα, και τόσο υποτονικά που ήρθε το ελαφρύ άξαφνο χτύπημα, ο ανάλαφρος κρότος στη θύρα του δωματίου, που πολύ αμφιβάλλω αν σας άκουσα” - εδώ ανοίγω διάπλατα την πόρτα - κανείς πίσω της. Σκοτάδι εκεί και τίποτα άλλο.
Κοίταξα ερευνητικά, βαθιά μέσα στο σκοτάδι εκείνο του διαδρόμου, μένοντας εμβρόντητος εκεί για πολύ, νοιώθοντας το δέος, την αμφιβολία, και βλέποντας σε οράματα, οπτασίες που ποτέ ξανά δεν είχα ξαναδεί. Όμως τίποτα δεν τάραζε την σιγαλιά της νύχτας, και η μόνη λέξη που ακούστηκε εκεί, ήταν η ψιθυριστή λέξη «Ελένη». Αυτό ψιθύρισα εγώ, και μια ηχώ μου αντιγυρνά ψιθυριστά την λέξη «Ελένη». Απλώς αυτό και άλλο τίποτα.
Ξαναγυρίζοντας στην κάμαρα, φλεγόταν ολόκληρη η ψυχή μέσα μου και σε μικρό διάστημα άκουσα πάλι ένα διακριτικό χτύπο, κάτι δυνατότερο από το προηγούμενο. “Ασφαλώς” είπα εγώ, “ασφαλώς ετούτο είναι σίγουρα η πόρτα. Ας δω επομένως τι είναι πίσω της και το μυστήριο αυτό να διερευνήσω - ας νεκρώσω την καρδιά μου μια στιγμή και ας λύσω το μυστήριο αυτό - Η κοπέλα που περιμένω θα είναι, και άλλο τίποτα”.
Σε αυτό το σημείο ανοίγω πάλι την πόρτα, όταν, με ένα πολύ φευγαλέο πέταγμα και φτεροκόπημα, εκεί μέσα μπήκε ένα μεγαλόπρεπο Κοράκι των παλαιών ευσεβών εποχών. Χωρίς να διστάσει ούτε λεπτό, δίχως στιγμή να σταματήσει, πήγε και κούρνιασε γλυκά στο προχειροστρωμένο κρεβάτι. Κούρνιασε γλυκά και έμεινε εκεί χωρίς να κάνει τίποτα άλλο.
Ευθύς, έσυρα την καρέκλα με τα λυγδιασμένα μαξιλάρια μπροστά από το πουλί και το κρεβάτι. Το ατένιζα ώρα, έτσι γλυκά κουρνιασμένο που ήταν, ώσπου οι οφθαλμοί μου άρχισαν να κλείνουν. Κατόπιν, βουλιάζοντας πάνω στο κρεβάτι, επιδόθηκα σε συνδυασμούς της μιας φαντασίωσης με την άλλη, ώσπου έξαφνα -κοιμισμένος ή ξύπνιος, δυσκολεύομαι να θυμηθώ- είδα το Κοράκι να ανασηκώνεται, και βγάζοντας αυτό το μαύρο στιλπνό του εβένου χρώμα, να ξεγελά την οικτρή μου διάθεση και να την φτάνει σε χαμόγελο, με την αρχοντική, και εξόχως θηλυκή, όψη γυναίκας που τώρα είχε πάρει.
Απορημένος του είπα “Μολονότι τα πρότυπα γυναίκας έχουν πλέον αλλάξει, όμορφης γυναίκας, στόφας παλιάς, Σμυρνιάς, Πολίτισσας, την όψη διάλεξες να πάρεις. Μεγαλειώδες και εύρωστο Κοράκι που πλανιέσαι στα σκοτάδια της πλανεύτρας νύχτας για πες μου ποιο είναι το αρχοντικό σου όνομα; Πως σε καλούν οι σκιές και τα φάσματα στην άλλη όχθη του Αχέροντα, που σύντομα μου μέλει να πατήσω”. “Ελένη”, μου είπε το κοράκι που είχε γίνει πια γυναίκα, και με δυο γοργές κινήσεις, έλυσε τον στηθοδεσμό της, έπιασε το κεφάλι μου με τα δυό της χέρια, και πίεσε τα μεγάλα σφιχτά της στήθη με τις σαρκώδεις θηλές στο πρόσωπό μου, σφίγγοντας το κρανίο μου με δύναμη, σαν να ήθελε να το συνθλίψει πάνω τους. Κατόπιν άρχισε να περιφέρει και να τρίβει εναλλάξ τις θηλές της σε ολόκληρο το πρόσωπό μου, και αφού αυτές έγιναν σχεδόν διπλάσιες σε μέγεθος, τις έφερε στα χείλη μου βιάζοντας με να τις πιπιλίσω. Πιπιλίζοντάς της, και δαγκάνωντας της ελαφρά, κατάφερα να ψελλίσω: “Κι άλλοι φίλοι μου, από πριν, πάνε, πετάξανε και φύγανε , σαν θα έλθει η αυγή και εσύ θα με αφήσεις, όπως πέταξαν και πάνε τα όνειρα της νιότης μου” Και η Ελένη είπε “Ποτέ πια γιαβρί μου” Μόνο αυτό, και τίποτα άλλο.
Μετά με έσπρωξε δυνατά, και κρατώντας με ανάσκελα με τα χέρια της, τοποθέτησε το κεφάλι μου ανάμεσα στα σκέλια της, φέρνοντας το σαρκώδες τρυφερό μουνί της στο πρόσωπό μου. Διατελούσα σε μεγάλη διέγερση πλέον, άρχισε να τρίβει ζωηρά την φουσκωμένη κλειτορίδα της πάνω στα χείλη μου, σφίγγοντας σθεναρά τους μηρούς της, ώσπου τα εκχυλίσματα του αιδοίου της άρχισαν να γεμίζουν το στόμα μου. “Φουκαρά μου” κατάφερα να αρθρώσω, “η θεά αποφάσισε να προσφέρει σε εσένα -δια μέσου αυτής της ιέρειας της, διάλεξε να σου προσφέρει ανακούφιση – ανακούφιση και νηπενθές από την λύπη και την λήθη! Πίνε, ω, πίνε με γουλιές μεγάλες αυτό το χορταστικό νηπενθές και ξέχνα της απολεσθείσα ακμή σου” . “Ποτέ πια γιαβρί μου”, είπε φωνάζοντας η Ελένη κλονιζόμενη από τα ρίγη ηδονής που διαπερνούσαν το σώμα της, αφήνοντας το πρόσωπό μου να λαμπυρίζει πλέον από τους χυμούς της στο αχνό φως των φανών.
Ευθύς, με τα ζεστά της χέρια έσφιξε την ορθωμένη φύση μου, και άρχισε να την χαϊδεύει γλυκά. Με κοίταξε με τα φλογισμένα πράσινά της μάτια, και αφού δάγκωσε ελαφρά την βάλανο μου, ανέλαβε την φύση μου στο στόμα της, αρχίζοντας με περιπαθή λειχεία. Ο στοματικός της έρως ήταν αργός και βασανιστικός. Εγώ αισθανόμουν το πέος μου να συνταράσσεται σπαράζοντας μες το καυτό της στόμα. Δεν άντεξα. Την ανέτρεψα θέλοντας να λάβω λίγη από την θαλπωρή του ροδαλού της κόλπου. Να αισθανθώ τους χυμούς της να κατακλύζουν την στύση μου. Με υποδέχθηκε ανοιχτόκαρδα στην αγκαλιά της, και ένα γλυκό χαμόγελο σχηματίστηκε στα κατακόκκινα της χείλη.
Προσπαθούσα να μπω όσο πιο αργά μπορούσα μέσα της, θέλοντας να απολαύσω σπιθαμή με σπιθαμή την είσοδό μου στο μοσχομυριστό λουλούδι της. Η Ελένη ανέλαβε την κάρα μου οδηγώντας την με ορμή, σχεδόν με βία, πρώτα στον εύγραμμο λαιμό της, μετά στους πάλευκους ώμους της και κατόπιν στα εύοσμα στήθη της, αναγκάζοντας με να τα ασπάζομαι, ενόσω ο ζεστός, σφιχτός, κόλπος της συσπάτω, σφίγγοντας σθεναρά το ερεθισμένο μου μόριο.
Τότε! Τότε ήταν που μου φάνηκε, πως ο αέρας που μας κύκλωνε άρχιζε να πυκνώνει αρωματιζόμενος από κάποιο αόρατο μύρο που μας έραινε η Θεά, της οποίας τα βήματα σαν να ακούγονταν στην βρώμικη μοκέτα. “Ελένη” είπα “ που έχεις όψη μια πουλί και μια γυναίκα, είτε σε στέλνει η Θεά , ή και αν η βροχή και ο άνεμος σε στριφογύρισε και σε έριξε σε τούτο εδώ το δώμα - σε αυτό το δωμάτιο που το στοιχειώνουν φωνές και εκκρίματα κενόδοξων φευγαλέων εραστών - έλα, πες μου, αληθινά, σε παρακαλώ, πες μου στο όνομα της αφεγγούς νύχτας που πάνω μας απλώνεται, στο όνομα του Θεάς που δυο μας λατρεύουμε και κάνουμε σπονδή τα ερωτικά εκκρίματα μας - Λέγε σε ετούτη την ψυχή την φορτωμένη σκότος, λέγε αν στην αντιπέρα όχθη του Αχέροντα η θλίψη θά ΄ναι η ίδια. “Ποτέ πια”, είπε η Ελένη.
Κι ενώ έξω η καταιγίδα δυνάμωνε, και οι σταγόνες της βροχής ράπιζαν βίαια τα τζάμια του παραθύρου. Κι ενώ η φύση έφριττε τον θόρυβο των κεραυνών, και τα τριγύρω κτίσματα αντιλαλούσαν τους τρομερούς τους κρότους, η Ελένη για ακόμα μια φορά ξεστράτισε την σκοτισμένη μου ψυχή στο γέλιο, γελώντας και προκαλώντας με - απαγγέλοντας γητειές και επικλήσεις στη θεά - να την κάνω δική μου. Εγώ, λυτρωμένος πλέον από τις ζοφερές σκέψεις που ταλάνιζαν το μυαλό μου, και μην μπορώντας πλέον να βαστάξω άλλο την έξαψη που με καταλάμβανε ρουθούνιζα βαριά σαν κτήνος έτοιμο να την κατασπαράξει.
Το τέλος κατέφθασε σφοδρό κι αμείλικτο. Η Ελένη με έσφιγγε με δύναμη καρφώνοντας τα νύχια της στην γέρικη μου ράχη, σαν αν ήθελε να στραγγίσει μέχρι τελευταίας ρανίδας το ζεστό υγρό που εκτόξευε η φύση μου μέσα της. Έγειρα εξουθενωμένος στο πλάι της. Μάζεψα όση δύναμη μου έιχε απομείνει και είπα: “ Τώρα; Τώρα που όλο αυτό τελείωσε θα με ξανακυκλώσει η θλίψη; “Ποτέ πια γιαβρί μου” είπε η Ελένη. Αυτό μόνο και τίποτα άλλο.
“Αφού είναι έτσι” είπα “Αφού έτσι είναι, το σύμβολο του αποχωρισμού μας να γίνουνε αυτές οι λέξεις, πουλί ιερό, ή γυναίκα ιέρεια, της Θεάς!” είπα, και βύθισα το κεφάλι μου αναπαυτικά στο μαξιλάρι. Και του κορακιού το πέταγμα δεν ακούστηκε, και το φως της λάμπας του κομοδίνου χυνόταν απάνω στο ξαπλωμένο μου σώμα ρίχνοντας στον τοίχο τη σκιά του• και η ψυχή μου, από μέσα από τη σκιά που μένει ακίνητη στον τοίχο φτερούγισε, και το σώμα μου δεν θα ανασηκωθεί - ποτέ πια.
*Πόνημα βασισμένο στο ομώνυμο ποίημα του Edgar Allan Poe.
Πληροφορίες Συνάντησης
Διάρκεια
1 ώρα
Τήρηση υπηρεσιών
Τηρήθηκε ό,τι είχε συμφωνηθεί από πριν
Οι φωτογραφίες σε σχέση με την κοπέλα ήταν:
Ακριβέστατες
Φιλί
Βαθύ με γλώσσα
Πίπα
Χωρίς προφυλακτικό
Σχόλια
Έχεις ήδη λογαριασμό; Άμεση σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού
Σε ευχαριστω πολυ γιαβρι μου για το χρονο που διεθεσες για να γραψεις αυτο το εκπληκτικο κειμενο Χαιρομαι που σου το εβγαλα αυτο . Δειγμα , του ποσο καλα περασες !!
Xαρισμενο μιας και δενει ηχητικα ..... https://www.youtube.com/watch?v=nEJ0Bymeae0
«και μην μπορώντας πλέον να βαστάξω άλλο την έξαψη που με καταλάμβανε ρουθούνιζα βαριά σαν κτήνος έτοιμο να την κατασπαράξει. Το τέλος κατέφθασε σφοδρό κι αμείλικτο.»
Διατυπώνοντάς το παραστατικά: θέλει η πουτάνα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει!
Λυρικότατη, απελπισμένη, σκοτεινή, μελαγχολική, γεμάτη μεταφυσικές προεκτάσεις, τιμά το Κοράκι πραγματικά!
Η νιότη μπορεί να είναι η Λενόρ, μπορεί και όχι. Μπορεί να είναι, ότι ο αναγνώστης θέλει.